ἀξονήλατος: Difference between revisions
From LSJ
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
(big3_5) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀξονήλᾰτος) -ον [[movido por el eje]] σύριγγες A.<i>Supp</i>.181. | |dgtxt=(ἀξονήλᾰτος) -ον [[movido por el eje]] σύριγγες A.<i>Supp</i>.181. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀξονήλατος]], -ον (Α)<br />αυτός που στρέφεται [[γύρω]] από άξονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άξων]] (-<i>ονος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλατος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ελατός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ελαύνω]]) με [[έκταση]] της α' συλλαβής]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A whirling on the axle, σύριγγες A.Supp.181.
Greek (Liddell-Scott)
ἀξονήλᾰτος: -ον, περιστρεφόμενος περὶ ἄξονα, σύριγγες Αἰσχύλ. Ἱκ. 181.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
agité sur sa tige.
Étymologie: ἄξων, ἐλαύνω.
Spanish (DGE)
(ἀξονήλᾰτος) -ον movido por el eje σύριγγες A.Supp.181.
Greek Monolingual
ἀξονήλατος, -ον (Α)
αυτός που στρέφεται γύρω από άξονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άξων (-ονος) + -ηλατος < ελατός (< ελαύνω) με έκταση της α' συλλαβής].