ἀποβάθρα: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(5) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἀποβάθρα]])<br />[[σανίδα]] ή κινητή [[σκάλα]] που χρησιμεύει για την [[επιβίβαση]] ή [[αποβίβαση]] των επιβατών των πλοίων<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χώρος]] με [[διαμόρφωση]] κατάλληλη για την [[επιβίβαση]] ή [[αποβίβαση]] ανθρώπων ή εμπορευμάτων σε πλοία και σιδηροδρόμους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βάθρα]] (η), [[παράλληλος]] τ. του [[βάθρον]] <span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]]. | |mltxt=η (AM [[ἀποβάθρα]])<br />[[σανίδα]] ή κινητή [[σκάλα]] που χρησιμεύει για την [[επιβίβαση]] ή [[αποβίβαση]] των επιβατών των πλοίων<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χώρος]] με [[διαμόρφωση]] κατάλληλη για την [[επιβίβαση]] ή [[αποβίβαση]] ανθρώπων ή εμπορευμάτων σε πλοία και σιδηροδρόμους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βάθρα]] (η), [[παράλληλος]] τ. του [[βάθρον]] <span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἀπόβαθρα, τα (Α)<br />θυσίες που γίνονταν [[κατά]] την [[αποβίβαση]] από τα πλοία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>- <span style="color: red;">+</span> πληθ. του [[βάθρον]] <span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. ἀποβάθρη, ἡ,
A ladder for disembarking, gangway, Hdt.9.98, Th.4.12, Luc.DMort.10.1. II = λάσανον 1, Suid.
ἀπόβαθρα, τά,
A sacrifices on disembarkation, D.C.40.18; perh. to be read in S.Fr.415.
German (Pape)
[Seite 296] ἡ, Leiter zum Herabsteigen, bes. vom Schiffe; Phrynich. B.A. 12 ἡ τῆς νεὼς ἔκβασις, δι' ἧς εἴσιμεν καὶ ἔξιμεν; Her. 9, 98 Thuc. 4, 12 Luc. Tox. 20; Hesych. u. B. A. p. 426 ἀποβάθρα, = ἀποβατήρια; Soph. frg. 364 vielleicht ἀπόβαθρα, das Landungsopfer.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβάθρα: Ἰων. –βάθρη, ἡ, σανὶς τιθεμένη ἀπὸ τοῦ πλοίου μέχρι τῆς ξηρᾶς πρὸς ἔξοδον καὶ εἴσοδον, «σκάλα», «ἡ τῆς νεὼς ἔκβασις, δι’ ἧς εἴσιμέν τε καὶ ἔξιμεν» Α. Β. 12, 31, «ἀποβατηρία, κλῖμαξ νεὼς» Ἡσύχ. Ἡρόδ. 9. 98, Σοφ. Ἀποσπ. 364, Θουκ. 4. 12. ΙΙ. κατὰ Σουΐδ., = λάσανον Ι.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
échelle de débarquement ou d’embarquement.
Étymologie: ἀποβαίνω.
Greek Monolingual
η (AM ἀποβάθρα)
σανίδα ή κινητή σκάλα που χρησιμεύει για την επιβίβαση ή αποβίβαση των επιβατών των πλοίων
νεοελλ.
χώρος με διαμόρφωση κατάλληλη για την επιβίβαση ή αποβίβαση ανθρώπων ή εμπορευμάτων σε πλοία και σιδηροδρόμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + βάθρα (η), παράλληλος τ. του βάθρον < βαίνω].
Greek Monolingual
ἀπόβαθρα, τα (Α)
θυσίες που γίνονταν κατά την αποβίβαση από τα πλοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + πληθ. του βάθρον < βαίνω].