αποθυμώ: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey

Source
(5)
(No difference)

Revision as of 06:57, 29 September 2017

Greek Monolingual

(-άω)
επιθυμώ πολύ κάτι που μου λείπει, λαχταρώ, νοσταλγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του επιθυμώ (πρβλ. και πεθυμώ, πιθυμώ, ποθυμώ) με παρετυμολογική επίδραση συνθέτων με το προρρηματικό από- ή πιθ. του ρ. ποθώ].