Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀποτερματίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(big3_6)
(5)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> [[terminar]] λόγον Phld.<i>D</i>.3.14.<br /><b class="num">II</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[limitar]] ἡ Σηρικὴ ... ἀποτερματίζουσα τῆς ἐγνωσμένης (γῆς) la Sérica (China) que forma el límite de la tierra conocida</i> Anon.<i>Geog.Comp</i>.19, en v. med. ἀποτερματίζεται παρὰ Εὐρώπῃ λίμνῃ τῇ Μαιώτιδι Anon.<i>Geog.Comp</i>.10, (τὸ οἰκούμενον μέρος τῆς γῆς) οὐ δύναται ἀποτερματίζεσθαι κύκλῳ Gem.16.5.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[limitarse]], [[ceñirse]] ἐς ἀληθείην Hp.<i>Decent</i>.3.
|dgtxt=<b class="num">I</b> [[terminar]] λόγον Phld.<i>D</i>.3.14.<br /><b class="num">II</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[limitar]] ἡ Σηρικὴ ... ἀποτερματίζουσα τῆς ἐγνωσμένης (γῆς) la Sérica (China) que forma el límite de la tierra conocida</i> Anon.<i>Geog.Comp</i>.19, en v. med. ἀποτερματίζεται παρὰ Εὐρώπῃ λίμνῃ τῇ Μαιώτιδι Anon.<i>Geog.Comp</i>.10, (τὸ οἰκούμενον μέρος τῆς γῆς) οὐ δύναται ἀποτερματίζεσθαι κύκλῳ Gem.16.5.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[limitarse]], [[ceñirse]] ἐς ἀληθείην Hp.<i>Decent</i>.3.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀποτερματίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ορίζω]], [[καθορίζω]]<br /><b>2.</b> (-ομαι) [[αποβλέπω]] σε [[κάτι]].
}}
}}

Revision as of 06:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτερμᾰτίζω Medium diacritics: ἀποτερματίζω Low diacritics: αποτερματίζω Capitals: ΑΠΟΤΕΡΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: apotermatízō Transliteration B: apotermatizō Transliteration C: apotermatizo Beta Code: a)potermati/zw

English (LSJ)

   A bound, limit, define, Anon,Geog.Comp.19, cf. 10 (Pass.); bring to an end, λόγον dub. in Phld.D.3.14.    II Med., look towards, εἴς τι prob. for ἀποτελμ- in Hp.Decent.3.

German (Pape)

[Seite 330] abgränzen; Sp. auch von den Gränzen ausschließen, ausrotten.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτερμᾰτίζω: περιορίζω, ὁρίζω, Ἀγαθήμ. 2. 4· καὶ ἀποτερματισμός, οῦ, ὁ, ὅριον, Πρόκλ. π. σφαίρ. 27, σ. 48· ὡσαύτως ἀποτερμάτωσις, εως, ἡ, Ἐτυμολ. Μ. 583. 17. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. = τῷ Ὁμηρικῷ, τέρμ’ ὁράαν, ἐς ἀλήθειαν πρὸς τὸ ὑποδειχθὲν ἀποτερματιζόμενοι, ὅπερ ἐστίν, ἀποβλέποντες, ἀποσκοποῦντες, κατὰ διόρθ. Κοραῆ ἀντὶ ἀποτελματιζόμενοι, Ἱππ. 23. 2, (Πλουτ. Ρωμ. 11, ἔκδ. Κοραῆ, τ. Α΄, σ. 369).

Spanish (DGE)

I terminar λόγον Phld.D.3.14.
II intr.
1 limitar ἡ Σηρικὴ ... ἀποτερματίζουσα τῆς ἐγνωσμένης (γῆς) la Sérica (China) que forma el límite de la tierra conocida Anon.Geog.Comp.19, en v. med. ἀποτερματίζεται παρὰ Εὐρώπῃ λίμνῃ τῇ Μαιώτιδι Anon.Geog.Comp.10, (τὸ οἰκούμενον μέρος τῆς γῆς) οὐ δύναται ἀποτερματίζεσθαι κύκλῳ Gem.16.5.
2 en v. med. limitarse, ceñirse ἐς ἀληθείην Hp.Decent.3.

Greek Monolingual

ἀποτερματίζω (Α)
1. ορίζω, καθορίζω
2. (-ομαι) αποβλέπω σε κάτι.