ἄρριχος: Difference between revisions
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
(big3_7) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἄρσιχος]], ὁ <i>IG</i> 12(7).62.22 (Amorgos IV a.C.), <i>Marm.Par</i>.39, D.S.20.41; ἄρσικος, ὁ <i>AB</i> 446.30<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [masc. <i>AP</i> 7.410 (Diosc.), <i>EM</i> 149.30]<br />[[canasta]], [[canastillo]] τὰς ἀρρίχους καὶ τοὺς κοφίνους ἅπαντας [[ἐμπίμπλημι]] πτερῶν Ar.<i>Au</i>.1309, ἰσχάδων ἄρριχον Plu.2.527d, cf. <i>IG</i> l.c., Thphr.<i>CP</i> 1.7.2, <i>Marm.Par</i>.l.c., Philostr.<i>VA</i> 2.8, <i>Com.Adesp</i>.1342, D.C.65.18.2, <i>AP</i> l.c., D.S.l.c., Hsch., <i>AB</i> l.c., <i>EM</i> l.c.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Etim. dud. quizá prést. | |dgtxt=-ου, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἄρσιχος]], ὁ <i>IG</i> 12(7).62.22 (Amorgos IV a.C.), <i>Marm.Par</i>.39, D.S.20.41; ἄρσικος, ὁ <i>AB</i> 446.30<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [masc. <i>AP</i> 7.410 (Diosc.), <i>EM</i> 149.30]<br />[[canasta]], [[canastillo]] τὰς ἀρρίχους καὶ τοὺς κοφίνους ἅπαντας [[ἐμπίμπλημι]] πτερῶν Ar.<i>Au</i>.1309, ἰσχάδων ἄρριχον Plu.2.527d, cf. <i>IG</i> l.c., Thphr.<i>CP</i> 1.7.2, <i>Marm.Par</i>.l.c., Philostr.<i>VA</i> 2.8, <i>Com.Adesp</i>.1342, D.C.65.18.2, <i>AP</i> l.c., D.S.l.c., Hsch., <i>AB</i> l.c., <i>EM</i> l.c.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Etim. dud. quizá prést. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἄρριχος]], η (Α)<br />[[κοφίνι]] από [[λυγαριά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβ. ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για [[δάνειο]]. Ο τ. ανήκει στις λέξεις με [[επίθημα]] -<i>χος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σύρριχος</i> «[[καλάθι]]»). Ο αττ. τ. [[άρριχος]] σχηματίστηκε με [[αφομοίωση]] από τον ιων. τ. <i>άρσιχος</i>. Το [[θέμα]] <i>αρσι</i>-προήλθε πιθ. από <i>ŗso</i> / <i>ŗsi</i>- <span style="color: red;"><</span> ΙΕ. [[ρίζα]] <i>ers</i>- / <i>res</i>- «[[στρέφω]], [[τυλίγω]], [[πλέκω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>rajjuh</i> «[[σχοινί]]», λατ. <i>restis</i> «[[σχοινί]]» <b>κ.ά.</b>) ή κατ' άλλους από το [[αίρω]] «[[υψώνω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A wicker basket, Ar.Av.1309, Thphr.CP1.7.2: masc. in AP7.410 (Diosc.):—also ἄρσῐχος, D.S.20.41, Marm.Par.55, IG12 (7).162.22,42 (Amorgos).
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ, postér. ὁ)
corbeille, panier.
Étymologie: DELG pê emprunté.
Spanish (DGE)
-ου, ἡ
• Alolema(s): ἄρσιχος, ὁ IG 12(7).62.22 (Amorgos IV a.C.), Marm.Par.39, D.S.20.41; ἄρσικος, ὁ AB 446.30
• Morfología: [masc. AP 7.410 (Diosc.), EM 149.30]
canasta, canastillo τὰς ἀρρίχους καὶ τοὺς κοφίνους ἅπαντας ἐμπίμπλημι πτερῶν Ar.Au.1309, ἰσχάδων ἄρριχον Plu.2.527d, cf. IG l.c., Thphr.CP 1.7.2, Marm.Par.l.c., Philostr.VA 2.8, Com.Adesp.1342, D.C.65.18.2, AP l.c., D.S.l.c., Hsch., AB l.c., EM l.c.
• Etimología: Etim. dud. quizá prést.
Greek Monolingual
ἄρριχος, η (Α)
κοφίνι από λυγαριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για δάνειο. Ο τ. ανήκει στις λέξεις με επίθημα -χος (πρβλ. σύρριχος «καλάθι»). Ο αττ. τ. άρριχος σχηματίστηκε με αφομοίωση από τον ιων. τ. άρσιχος. Το θέμα αρσι-προήλθε πιθ. από ŗso / ŗsi- < ΙΕ. ρίζα ers- / res- «στρέφω, τυλίγω, πλέκω» (πρβλ. αρχ. ινδ. rajjuh «σχοινί», λατ. restis «σχοινί» κ.ά.) ή κατ' άλλους από το αίρω «υψώνω»].