ἀσυνύπαρκτος: Difference between revisions
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
(big3_7) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[que no puede coexistir]] τὰ ἐναντία Alex.Aphr.<i>Quaest</i>.97.28, Iambl.<i>in Nic</i>.p.74, ἀξιώματα S.E.<i>P</i>.2.202, τὰ μέρη S.E.<i>M</i>.8.81, ἀ. ἡ [[δικαιοσύνη]] τῇ ἀδικίᾳ Didym.<i>Gen</i>.20.26, ἡ κατάφασις τῇ ἀποφάσει ἀ. Simp.<i>in Cat</i>.381.13, τὸ ... διαζευκτικὸν δηλοῦν τὸ ἀσυνύπαρκτον la conjunción disyuntiva que muestra la incompatibilidad</i> de dos frases, A.D.<i>Coni</i>.221.8. | |dgtxt=-ον<br />[[que no puede coexistir]] τὰ ἐναντία Alex.Aphr.<i>Quaest</i>.97.28, Iambl.<i>in Nic</i>.p.74, ἀξιώματα S.E.<i>P</i>.2.202, τὰ μέρη S.E.<i>M</i>.8.81, ἀ. ἡ [[δικαιοσύνη]] τῇ ἀδικίᾳ Didym.<i>Gen</i>.20.26, ἡ κατάφασις τῇ ἀποφάσει ἀ. Simp.<i>in Cat</i>.381.13, τὸ ... διαζευκτικὸν δηλοῦν τὸ ἀσυνύπαρκτον la conjunción disyuntiva que muestra la incompatibilidad</i> de dos frases, A.D.<i>Coni</i>.221.8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀσυνύπαρκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν μπορεί να συνυπάρξει με κάποιον άλλον. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A incapable of coexisting, A.D.Conj.221.8, Alex.Aphr.Quaest.97.28, S.E.P.2.202, Simp.in Cat.381.13.
German (Pape)
[Seite 381] nicht zusammen, neben einander bestehend, Sext. Emp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυνύπαρκτος: -ον, ὁ μὴ συνυπάρχων, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 202.
Spanish (DGE)
-ον
que no puede coexistir τὰ ἐναντία Alex.Aphr.Quaest.97.28, Iambl.in Nic.p.74, ἀξιώματα S.E.P.2.202, τὰ μέρη S.E.M.8.81, ἀ. ἡ δικαιοσύνη τῇ ἀδικίᾳ Didym.Gen.20.26, ἡ κατάφασις τῇ ἀποφάσει ἀ. Simp.in Cat.381.13, τὸ ... διαζευκτικὸν δηλοῦν τὸ ἀσυνύπαρκτον la conjunción disyuntiva que muestra la incompatibilidad de dos frases, A.D.Coni.221.8.
Greek Monolingual
ἀσυνύπαρκτος, -ον (Α)
αυτός που δεν μπορεί να συνυπάρξει με κάποιον άλλον.