ἀσύγκρατος: Difference between revisions
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
(big3_7) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[no moderado]], [[discordante]] δόξαι Plu.2.418d, ἀρχαί Plu.2.1112c, φωνή Nicom.<i>Harm</i>.12<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[falta de moderación]] S.E.<i>P</i>.1.43. | |dgtxt=-ον<br />[[no moderado]], [[discordante]] δόξαι Plu.2.418d, ἀρχαί Plu.2.1112c, φωνή Nicom.<i>Harm</i>.12<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[falta de moderación]] S.E.<i>P</i>.1.43. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀσύγκρατος]], -ον (Α)<br />ο [[ανάρμοστος]], ο [[ασυμβίβαστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[σύγκρατος]] (<span style="color: red;"><</span> [[συγκεράννυμι]]) «[[ανάμικτος]], [[στενά]] ενωμένος»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A incapable of blending, discordant, δόξαι Plu.2.418d; δυνάμεις, of herbs, cj. ib.134d; φωνή Nicom.Harm.12.
German (Pape)
[Seite 379] = ἀσυγκέραστος, Plut. adv. Col. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύγκρᾱτος: -ον, = ἀσυγκέραστος, ἀνάρμοστος, ἀσυμβίβαστος, οὐδεὶς μὲν τῶν βεβήλων καὶ ἀμυήτων καὶ περὶ θεῶν δόξας ἀσυγκράτους ἡμῖν ἐχόντων πάρεστιν Πλούτ. 2. 418D, πρβλ. Οὐϋττεμβάχ. αὐτόθι 134D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on ne peut mêler, incompatible.
Étymologie: ἀ, συγκρατέω.
Spanish (DGE)
-ον
no moderado, discordante δόξαι Plu.2.418d, ἀρχαί Plu.2.1112c, φωνή Nicom.Harm.12
•subst. τὸ ἀ. falta de moderación S.E.P.1.43.
Greek Monolingual
ἀσύγκρατος, -ον (Α)
ο ανάρμοστος, ο ασυμβίβαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σύγκρατος (< συγκεράννυμι) «ανάμικτος, στενά ενωμένος»].