αυ: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(6) |
(No difference)
|
Revision as of 06:59, 29 September 2017
Greek Monolingual
αὖ επίρρ. (Α)
1. εκ νέου, πάλι
2. επιπλέον, ακόμη, επίσης
3. αφετέρου, εξάλλου
4. αντιθέτως, τουναντίον
5. αλλά
6. προς τα πίσω, πίσω
7. ως επιφώνημα ή ερώτηση που εκφράζει αδημονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. επίρρ. αυ συνδέεται με τα λατ. aut, autem «δε, λοιπόν, μεν...δε», με το οσκ. auti και πιθ. με το αρχ. ινδ. άνα «προς τα κάτω, εδώ κάτω». Ανάγεται στο ινδοευρ. επίρρ. αιι «πίσω, πάλι» και απαντά ως πρόθημα στις διάφορες ινδοευρ. γλώσσες για να δηλώσει τον χωρισμό, την απομάκρυνση (πρβλ. αυχάττειν «αναχωρείν, αναχάζεσθαι» στη γλώσσα του Ησυχίου, λατ. au-fugio «αποφεύγω», au-fero «αφαιρώ, αρπάζω», βαλτ. αu-, αρχ. σλαβ. u- «μακριά, από»). Συντίθεται επίσης με άλλα μόρια και σχηματίζει τ. όπως: αύ-τε, αύ-θ-ις, (επικ. ιων.) αύ-τις, (κρητ.) αύ-τ-ιν, (θεσσ.) αύ-θε].