βαγώας: Difference between revisions
From LSJ
Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso
(6_15) |
(7) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βαγώας''': ὁ, Λατ. Bagoas, Bag öus, Περσικὴ [[λέξις]], σημαίνουσα, ὡς λεγεται, [[εὐνοῦχος]], ὡς κύρ. [[ὄνομα]] παρὰ Στράβ. 15, κτλ., ἴδε Πλίν. Ν. Η. 13. 4, 9. | |lstext='''βαγώας''': ὁ, Λατ. Bagoas, Bag öus, Περσικὴ [[λέξις]], σημαίνουσα, ὡς λεγεται, [[εὐνοῦχος]], ὡς κύρ. [[ὄνομα]] παρὰ Στράβ. 15, κτλ., ἴδε Πλίν. Ν. Η. 13. 4, 9. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βαγώας]], ο (Α)<br />ο [[ευνούχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Περσικής προελεύσεως [[λέξη]] (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>Bagoas</i> και <i>Bagous</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, Lat. Bagoas and
A Bagöus, Persian word, said to be = εὐνοῦχος, as pr. n. in Str.15.3.24, etc.
German (Pape)
[Seite 423] ὁ, ein pers. Wort für εὐνοῦχος, Diod. Plut. u. Sp.; Strab. βαγῶος S. auch N. pr.
Greek (Liddell-Scott)
βαγώας: ὁ, Λατ. Bagoas, Bag öus, Περσικὴ λέξις, σημαίνουσα, ὡς λεγεται, εὐνοῦχος, ὡς κύρ. ὄνομα παρὰ Στράβ. 15, κτλ., ἴδε Πλίν. Ν. Η. 13. 4, 9.
Greek Monolingual
βαγώας, ο (Α)
ο ευνούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Περσικής προελεύσεως λέξη (πρβλ. λατ. Bagoas και Bagous)].