βαρύλυπος: Difference between revisions

From LSJ

γράμματα στικτὰ οὐ ποιήσετε ἐν ὑμῖν· ἐγώ εἰμι κύριος ὁ θεὸς ὑμῶν → you shall not make tattooed signs on yourselves; I am your Lord God

Source
(big3_8)
(7)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[hundido de dolor]] compar. οἱ βαρυλυπότατοι ... πραότατοι γίγνονται πολλάκις ὑπὸ τοῦ χρόνου Plu.2.114f.
|dgtxt=[[hundido de dolor]] compar. οἱ βαρυλυπότατοι ... πραότατοι γίγνονται πολλάκις ὑπὸ τοῦ χρόνου Plu.2.114f.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[βαρύλυπος]], -ον)<br />[[βαριά]] [[λυπημένος]], [[περίλυπος]].
}}
}}

Revision as of 07:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρύλῡπος Medium diacritics: βαρύλυπος Low diacritics: βαρύλυπος Capitals: ΒΑΡΥΛΥΠΟΣ
Transliteration A: barýlypos Transliteration B: barylypos Transliteration C: varylypos Beta Code: baru/lupos

English (LSJ)

ον,

   A very sad, Plu.2.114f (Sup.).

German (Pape)

[Seite 434] schwer gekränkt. betrübt, Plut. consol. ad Apoll. p. 351, superl.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύλῡπος: -ον, ὁ λίαν τεθλιμμένος, Πλούτ. 2. 114Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
seul. Sp. βαρυλυπότατος;
accablé de chagrin.
Étymologie: βαρύς, λύπη.

Spanish (DGE)

hundido de dolor compar. οἱ βαρυλυπότατοι ... πραότατοι γίγνονται πολλάκις ὑπὸ τοῦ χρόνου Plu.2.114f.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α βαρύλυπος, -ον)
βαριά λυπημένος, περίλυπος.