βλωμός: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
(big3_9) |
(7) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[trozo]], [[pedazo de pan]] Call.<i>Fr</i>.508, cf. Gr.Naz.<i>Ep</i>.5, Sch.A.R.1.322.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De la r. *<i>g<sup>u̯</sup>elH<sup>u̯</sup></i>- ‘tragar’ en grado ø /P, cf. tb. [[βλῆρ]]. | |dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[trozo]], [[pedazo de pan]] Call.<i>Fr</i>.508, cf. Gr.Naz.<i>Ep</i>.5, Sch.A.R.1.322.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De la r. *<i>g<sup>u̯</sup>elH<sup>u̯</sup></i>- ‘tragar’ en grado ø /P, cf. tb. [[βλῆρ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[βλωμός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τροφή]] που έχει μασηθεί και αναμιχθεί στο [[στόμα]] με [[σάλιο]]<br /><b>αρχ.</b><br />μικρό [[κομμάτι]] ψωμιού, [[μπουκιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. [[κατά]] το [[ψωμός]], που έχει την [[ίδια]] [[σημασία]], ενώ η υποτεθείσα [[σύνδεση]] με τη [[γλώσσα]] του Ησύχιου [[καβλέει]] «καταπίνει» [[είναι]] αμφίβολη]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A = ψωμός, morsel of bread, Call.Fr.240; cf. ὀκτάβλωμος: —Dim. βλωμ-ίδιον, τό, Eust.1817.55: βλωμιαῖοι ἄρτοι prob. l. in Philem.Gloss. ap. Ath.<*>.114e. II βλωμοί· στραβοί, Hsch.
German (Pape)
[Seite 450] ὁ (βάλλω?), = ψωμός, ὁ, ein Bissen, bes. von Brot, VLL.; Call. frg. 240. Vgl. ὀκτάβλωμος.
Greek (Liddell-Scott)
βλωμός: ὁ, = ψωμός, τεμάχιον ἄρτου, "βουκιά", Καλλ. Ἀποσπ. 240· πρβλ. ὀκτάβλωμος· ― ὑποκορ. βλωμίδιον, τό, Εὐστ. 1817. 55. Παρὰ Φιλήμ. ἐν Ἀθην. 114Ε, βλωμιαῖοι ἄρτοι εἶναι ἡ πιθ. γραφ., τὸ Λατ. quadrati.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
morceau, particul. morceau de pain.
Étymologie: DELG étym. inconnue, pê influence de ψωμός.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
trozo, pedazo de pan Call.Fr.508, cf. Gr.Naz.Ep.5, Sch.A.R.1.322.
• Etimología: De la r. *gu̯elHu̯- ‘tragar’ en grado ø /P, cf. tb. βλῆρ.
Greek Monolingual
ο (Α βλωμός)
νεοελλ.
τροφή που έχει μασηθεί και αναμιχθεί στο στόμα με σάλιο
αρχ.
μικρό κομμάτι ψωμιού, μπουκιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. κατά το ψωμός, που έχει την ίδια σημασία, ενώ η υποτεθείσα σύνδεση με τη γλώσσα του Ησύχιου καβλέει «καταπίνει» είναι αμφίβολη].