βραδυτόκος: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
(big3_9)
(7)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[de gestación lenta]] βραδυτόκα τὰ μακρόβια ... ἵππος ἀνθρώπου βραδυτοκώτερον Arist.<i>Pr</i>.891<sup>b</sup>28.
|dgtxt=-ον<br />[[de gestación lenta]] βραδυτόκα τὰ μακρόβια ... ἵππος ἀνθρώπου βραδυτοκώτερον Arist.<i>Pr</i>.891<sup>b</sup>28.
}}
{{grml
|mltxt=[[βραδυτόκος]], -ον (Α)<br />αυτός που γεννά [[αργά]], σε προχωρημένη [[ηλικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βραδύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τοκος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]].
}}
}}

Revision as of 07:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰδυτόκος Medium diacritics: βραδυτόκος Low diacritics: βραδυτόκος Capitals: ΒΡΑΔΥΤΟΚΟΣ
Transliteration A: bradytókos Transliteration B: bradytokos Transliteration C: vradytokos Beta Code: braduto/kos

English (LSJ)

ον,

   A slow in bringing to birth, Arist.Pr.891b28 (Comp.). -χρόνιος, ον, late, Sch.Il.2.325.

German (Pape)

[Seite 461] langsam, schwer gebärend, Arist. Probl. 10, 9.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰδυτόκος: -ον, ὁ ἀργὰ τίκτων, βραδέως γεννῶν, Ἀριστ. Προβλ. 10. 9· - ὁπόθεν –τοκέω, Ἰωάν. Χρυσ. 2, 795.

Spanish (DGE)

-ον
de gestación lenta βραδυτόκα τὰ μακρόβια ... ἵππος ἀνθρώπου βραδυτοκώτερον Arist.Pr.891b28.

Greek Monolingual

βραδυτόκος, -ον (Α)
αυτός που γεννά αργά, σε προχωρημένη ηλικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + -τοκος < τίκτω.