γνωμολογικός: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
(big3_10) |
(8) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[sentencioso]], [[δεῖ]] ... γνωμολογικὰς τὰς τελευτὰς ποιεῖσθαι Anaximen.<i>Rh</i>.1439<sup>a</sup>5, ἔστι γὰρ καὶ ἀποφθεγματικὸν ἡ [[βραχύτης]] καὶ γνωμολογικόν Demetr.<i>Eloc</i>.9, cf. Marcellin.<i>Vit.Thuc</i>.51<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. [[poema gnomológico]] τούτων δέ ἐστι πραγματικά, ... γνωμολογικά, γεωργικά Procl.<i>Chr</i>.37, cf. 97, Sch.D.T.450.13.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[sentenciosamente]] προφέρονται δὲ αἱ μὲν γ., αἱ δὲ ἀποδεικτικῶς de figuras ret., Theo <i>Prog</i>.99.12, cf. 17, Sch.S.<i>Ant</i>.67P., cf. Sud.s.u. γνωμοτυπικῶς. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[sentencioso]], [[δεῖ]] ... γνωμολογικὰς τὰς τελευτὰς ποιεῖσθαι Anaximen.<i>Rh</i>.1439<sup>a</sup>5, ἔστι γὰρ καὶ ἀποφθεγματικὸν ἡ [[βραχύτης]] καὶ γνωμολογικόν Demetr.<i>Eloc</i>.9, cf. Marcellin.<i>Vit.Thuc</i>.51<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. [[poema gnomológico]] τούτων δέ ἐστι πραγματικά, ... γνωμολογικά, γεωργικά Procl.<i>Chr</i>.37, cf. 97, Sch.D.T.450.13.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[sentenciosamente]] προφέρονται δὲ αἱ μὲν γ., αἱ δὲ ἀποδεικτικῶς de figuras ret., Theo <i>Prog</i>.99.12, cf. 17, Sch.S.<i>Ant</i>.67P., cf. Sud.s.u. γνωμοτυπικῶς. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γνωμολογικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με τη [[γνωμολογία]]<br /><b>2.</b> ο διανθισμένος με [[πολλά]] γνωμικά. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:02, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A sententious, τὰς τελευτὰς γ. ποιεῖσθαι Arist.Rh.Al.1439a5, Demetr.Eloc.9. Adv. -κῶς TheonProg.5.
German (Pape)
[Seite 498] zum Reden in Denksprüchen gehörig; τὸ γ., = vorigem, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γνωμολογικός: -ή, -όν, πλήρης γνωμικῶν, Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 33, 3, Δημ. Φαλ. 9.― Ἐπίρρ. –κῶς Walz Ρήτ. 1. 206.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 sentencioso, δεῖ ... γνωμολογικὰς τὰς τελευτὰς ποιεῖσθαι Anaximen.Rh.1439a5, ἔστι γὰρ καὶ ἀποφθεγματικὸν ἡ βραχύτης καὶ γνωμολογικόν Demetr.Eloc.9, cf. Marcellin.Vit.Thuc.51
•neutr. subst. poema gnomológico τούτων δέ ἐστι πραγματικά, ... γνωμολογικά, γεωργικά Procl.Chr.37, cf. 97, Sch.D.T.450.13.
2 adv. -ῶς sentenciosamente προφέρονται δὲ αἱ μὲν γ., αἱ δὲ ἀποδεικτικῶς de figuras ret., Theo Prog.99.12, cf. 17, Sch.S.Ant.67P., cf. Sud.s.u. γνωμοτυπικῶς.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM γνωμολογικός, -ή, -όν)
1. ο σχετικός με τη γνωμολογία
2. ο διανθισμένος με πολλά γνωμικά.