δάφνιος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink
(6_4) |
(8) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δάφνιος''': -α, -ον, = τῷ προηγ., Ἱππ. 465. 46· [[ὄνομα]] τῆς Ἀρτέμιδος, Στράβ. 343. | |lstext='''δάφνιος''': -α, -ον, = τῷ προηγ., Ἱππ. 465. 46· [[ὄνομα]] τῆς Ἀρτέμιδος, Στράβ. 343. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δάφνιος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[δάφνινος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>Δαφνία</i>, η<br />[[ονομασία]] της Αρτέμιδος. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:02, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον, f.l. for foreg., Hp.Morb.2.13; epith. of Artemis, Str.8.3.12.
German (Pape)
[Seite 525] dasselbe, dah. Ἄρτεμις so heißt, Strab. VIII p. 343.
Greek (Liddell-Scott)
δάφνιος: -α, -ον, = τῷ προηγ., Ἱππ. 465. 46· ὄνομα τῆς Ἀρτέμιδος, Στράβ. 343.
Greek Monolingual
δάφνιος, -α, -ον (Α)
1. ο δάφνινος
2. το θηλ. ως ουσ. Δαφνία, η
ονομασία της Αρτέμιδος.