δαῦλον: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
m (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1")
(8)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=dau=lon
|Beta Code=dau=lon
|Definition=<b class="b3">ἡμίφλεκτον ξύλον</b>, Hsch.; cf. [[δαελός]].
|Definition=<b class="b3">ἡμίφλεκτον ξύλον</b>, Hsch.; cf. [[δαελός]].
}}
{{grml
|mltxt=δαῡλον, το (Α)<br />μισοκαμένο [[ξύλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου ([[δαύλον]]<br />ημίφλεκτον [[ξύλον]]). Ο τ. [[δαύλον]] εμφανίζεται ως [[παράλληλος]] τ. του [[δαλός]] <span style="color: red;"><</span> <i>δαFελός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[δαίω]] «[[ανάβω]], [[πυρπολώ]]»].
}}
}}

Revision as of 07:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαῦλον Medium diacritics: δαῦλον Low diacritics: δαύλον Capitals: ΔΑΥΛΟΝ
Transliteration A: daûlon Transliteration B: daulon Transliteration C: daylon Beta Code: dau=lon

English (LSJ)

ἡμίφλεκτον ξύλον, Hsch.; cf. δαελός.

Greek Monolingual

δαῡλον, το (Α)
μισοκαμένο ξύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τη γλώσσα του Ησυχίου (δαύλον
ημίφλεκτον ξύλον). Ο τ. δαύλον εμφανίζεται ως παράλληλος τ. του δαλός < δαFελός (πρβλ. δαίω «ανάβω, πυρπολώ»].