δενδροφορία: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
(big3_10)
(8)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[transporte procesional de árboles]] en cultos como el de Dioniso y Deméter δενδροφορίαι τε καὶ χορεῖαι καὶ τελεταί Str.10.3.10.<br /><b class="num">2</b> [[producción de árboles]] ἡ [[βαθύγειος]] (γῆ) ... πρὸς δενδροφορίαν ἐπιτηδεία <i>Gp</i>.2.9.3.
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[transporte procesional de árboles]] en cultos como el de Dioniso y Deméter δενδροφορίαι τε καὶ χορεῖαι καὶ τελεταί Str.10.3.10.<br /><b class="num">2</b> [[producción de árboles]] ἡ [[βαθύγειος]] (γῆ) ... πρὸς δενδροφορίαν ἐπιτηδεία <i>Gp</i>.2.9.3.
}}
{{grml
|mltxt=[[δενδροφορία]], η (Α) [[δενδροφορώ]]<br /><b>1.</b> η πομπική [[μεταφορά]] δένδρου σε θρησκευτικές τελετές<br /><b>2.</b> (για τόπους, εκτάσεις) η [[ανάπτυξη]] ή [[παραγωγή]] δένδρων.
}}
}}

Revision as of 07:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δενδροφορία Medium diacritics: δενδροφορία Low diacritics: δενδροφορία Capitals: ΔΕΝΔΡΟΦΟΡΙΑ
Transliteration A: dendrophoría Transliteration B: dendrophoria Transliteration C: dendroforia Beta Code: dendrofori/a

English (LSJ)

ἡ,

   A carrying of trees, as a religious ceremony, Str.10.3.10(pl.).    II bearing, production of trees, Gp. 2.9.3.

German (Pape)

[Seite 546] ἡ, 1) das Tragen von Zweigen, καὶ χορεῖαι Strab. IX ρ. 468. – 2) Hervorbringen von Bäumen, Geop.

Greek (Liddell-Scott)

δενδροφορία: ἡ, τὸ φέρειν κλάδους (ἴδε θυρσοφορία), Στράβ. 468. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ἔτι=τὸ φέρειν ἢ τρέφειν δένδρα, εὐφορία, Γεωπ. 2. 9, 3.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 transporte procesional de árboles en cultos como el de Dioniso y Deméter δενδροφορίαι τε καὶ χορεῖαι καὶ τελεταί Str.10.3.10.
2 producción de árbolesβαθύγειος (γῆ) ... πρὸς δενδροφορίαν ἐπιτηδεία Gp.2.9.3.

Greek Monolingual

δενδροφορία, η (Α) δενδροφορώ
1. η πομπική μεταφορά δένδρου σε θρησκευτικές τελετές
2. (για τόπους, εκτάσεις) η ανάπτυξη ή παραγωγή δένδρων.