διαπίνω: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
(big3_11)
(9)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [-ῑ-]<br /><b class="num">1</b> [[seguir bebiendo después de la comida]], [[reunirse para beber]], [[beber en ronda]], de donde tb. [[competir bebiendo]] ὡς δὲ ἀπὸ δείπνου ἐγίνοντο, διαπίνοντες εἶπαν ... τάδε Hdt.5.18, cf. 9.16, οἴνῳ δὲ χρωμένους ἐπὶ πλέον καὶ διαπίνοντας Plu.2.715d, πρὸς τὸ πῦρ διαπίνοντάς τε καὶ εὐωχουμένους Pl.<i>R</i>.420e, tb. en v. med. ἡ διαπινομένη Καλλίστιον ἀνδράσι Calistion, la que competía con los hombres en la bebida</i> Hedyl.1466P.<br /><b class="num">•</b>de ahí [[beber solamente]], [[beber a palo seco]] en v. pas. διὰ τί ὁ γλυκὺς καὶ ὁ ἄκρατος ... μεταξὺ διαπινόμενοι ἐν τοῖς πότοις νήφειν ποιοῦσιν Arist.<i>Pr</i>.872<sup>b</sup>27.<br /><b class="num">2</b> [[brindar]] Epig.8.<br /><b class="num">3</b> tr. [[beber]] ἀμβροσίαν Anaxandr.58<br /><b class="num">•</b>fig. en v. pas. [[ser absorbido o impregnado]] τὸ ῥεῦμα ... ποικίλλει τὰς πέτρας ἐν πολλαῖς διαπινόμενον ταῖς τροπαῖς Philostr.<i>Im</i>.1.12.
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [-ῑ-]<br /><b class="num">1</b> [[seguir bebiendo después de la comida]], [[reunirse para beber]], [[beber en ronda]], de donde tb. [[competir bebiendo]] ὡς δὲ ἀπὸ δείπνου ἐγίνοντο, διαπίνοντες εἶπαν ... τάδε Hdt.5.18, cf. 9.16, οἴνῳ δὲ χρωμένους ἐπὶ πλέον καὶ διαπίνοντας Plu.2.715d, πρὸς τὸ πῦρ διαπίνοντάς τε καὶ εὐωχουμένους Pl.<i>R</i>.420e, tb. en v. med. ἡ διαπινομένη Καλλίστιον ἀνδράσι Calistion, la que competía con los hombres en la bebida</i> Hedyl.1466P.<br /><b class="num">•</b>de ahí [[beber solamente]], [[beber a palo seco]] en v. pas. διὰ τί ὁ γλυκὺς καὶ ὁ ἄκρατος ... μεταξὺ διαπινόμενοι ἐν τοῖς πότοις νήφειν ποιοῦσιν Arist.<i>Pr</i>.872<sup>b</sup>27.<br /><b class="num">2</b> [[brindar]] Epig.8.<br /><b class="num">3</b> tr. [[beber]] ἀμβροσίαν Anaxandr.58<br /><b class="num">•</b>fig. en v. pas. [[ser absorbido o impregnado]] τὸ ῥεῦμα ... ποικίλλει τὰς πέτρας ἐν πολλαῖς διαπινόμενον ταῖς τροπαῖς Philostr.<i>Im</i>.1.12.
}}
{{grml
|mltxt=[[διαπίνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[παραβγαίνω]] με κάποιον στο [[ποτό]]<br /><b>2.</b> [[πίνω]] [[κατά]] διαλείμματα ή λίγο λίγο, [[κουτσοπίνω]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[πρόποση]].
}}
}}

Revision as of 07:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπίνω Medium diacritics: διαπίνω Low diacritics: διαπίνω Capitals: ΔΙΑΠΙΝΩ
Transliteration A: diapínō Transliteration B: diapinō Transliteration C: diapino Beta Code: diapi/nw

English (LSJ)

[ῑ],

   A drink one against another, Hdt.5.18,9.16, Pl.R.420e; = προπίνειν, Epig.8:—Med., δ. ἀνδράσι Hedyl. ap. Ath.11.486c.    II drink at intervals, Anaxandr.57:—but Pass., to be swallowed at a draught, διαπινόμενοι Arist.Pr.872b27.

German (Pape)

[Seite 595] (s. πίνω), um die Wette trinken, Her. 5, 18. 9, 16; καὶ εὐωχεῖσθαι Plat. Rep. IV, 420 e; auch med., τινί, Hedyl. Ath. XI, 486 c. – Dazwischen trinken, Arist. probl. 3, 12.

Greek (Liddell-Scott)

διαπίνω: [ῑ], διαμιλλῶμαι πρός τινα ἐν τῷ πίνειν, Ἡρόδ. 5. 18., 9. 16, Πλάτ. Πολ. 420Ε· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ, Ἡδύλ. παρ’ Ἀθήν. 486C. ΙΙ. πίνω κατὰ διαλείμματα, Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 7, Ἀριστ. Προβλ. 3. 12.

French (Bailly abrégé)

boire à qui mieux mieux.
Étymologie: διά, πίνω.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῑ-]
1 seguir bebiendo después de la comida, reunirse para beber, beber en ronda, de donde tb. competir bebiendo ὡς δὲ ἀπὸ δείπνου ἐγίνοντο, διαπίνοντες εἶπαν ... τάδε Hdt.5.18, cf. 9.16, οἴνῳ δὲ χρωμένους ἐπὶ πλέον καὶ διαπίνοντας Plu.2.715d, πρὸς τὸ πῦρ διαπίνοντάς τε καὶ εὐωχουμένους Pl.R.420e, tb. en v. med. ἡ διαπινομένη Καλλίστιον ἀνδράσι Calistion, la que competía con los hombres en la bebida Hedyl.1466P.
de ahí beber solamente, beber a palo seco en v. pas. διὰ τί ὁ γλυκὺς καὶ ὁ ἄκρατος ... μεταξὺ διαπινόμενοι ἐν τοῖς πότοις νήφειν ποιοῦσιν Arist.Pr.872b27.
2 brindar Epig.8.
3 tr. beber ἀμβροσίαν Anaxandr.58
fig. en v. pas. ser absorbido o impregnado τὸ ῥεῦμα ... ποικίλλει τὰς πέτρας ἐν πολλαῖς διαπινόμενον ταῖς τροπαῖς Philostr.Im.1.12.

Greek Monolingual

διαπίνω (Α)
1. παραβγαίνω με κάποιον στο ποτό
2. πίνω κατά διαλείμματα ή λίγο λίγο, κουτσοπίνω
3. κάνω πρόποση.