διεξελέγχω: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
(big3_11)
(9)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[refutar]], [[rebatir]] ἡ γραφὴ ... τὰ μὲν διεξελέγχουσα Luc.<i>Alex</i>.61, ὑμᾶς Plu.2.922e, τὰς μοχθηρὰς αἱρέσεις Gal.6.80.<br /><b class="num">2</b> [[poner de manifiesto]] en discusiones, c. ac. y part. pred. αὕτη ... ἡ ῥῆσις ἀμφοτέρους διεξελέγχει μὴ γιγνώσκοντας τὴν Ἀριστοτέλους δόξαν Gal.4.518, en v. pas. ὅταν ἀμαθέστεροι διεξελέγχωνται cuando se ponga al descubierto su ignorancia</i> Them.<i>Or</i>.21.259b.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[refutar]], [[rebatir]] ἡ γραφὴ ... τὰ μὲν διεξελέγχουσα Luc.<i>Alex</i>.61, ὑμᾶς Plu.2.922e, τὰς μοχθηρὰς αἱρέσεις Gal.6.80.<br /><b class="num">2</b> [[poner de manifiesto]] en discusiones, c. ac. y part. pred. αὕτη ... ἡ ῥῆσις ἀμφοτέρους διεξελέγχει μὴ γιγνώσκοντας τὴν Ἀριστοτέλους δόξαν Gal.4.518, en v. pas. ὅταν ἀμαθέστεροι διεξελέγχωνται cuando se ponga al descubierto su ignorancia</i> Them.<i>Or</i>.21.259b.
}}
{{grml
|mltxt=[[διεξελέγχω]] (Α) [[εξελέγχω]]<br />[[ελέγχω]] εντελώς, [[μετά]] από έλεγχο [[αποδεικνύω]] την [[πλάνη]] ή την [[άγνοια]] κάποιου.
}}
}}

Revision as of 07:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεξελέγχω Medium diacritics: διεξελέγχω Low diacritics: διεξελέγχω Capitals: ΔΙΕΞΕΛΕΓΧΩ
Transliteration A: diexelénchō Transliteration B: diexelenchō Transliteration C: diekselegcho Beta Code: diecele/gxw

English (LSJ)

   A refute utterly, Luc.Alex.61, Plu.2.922e, Gal.4.518:—Pass., ὅταν ἀμαθέστεροι διεξελέγχωνται when they are convicted of ignorance, Them. Or.21.259b.

German (Pape)

[Seite 619] ganz überführen, widerlegen, Luc. Alex. 61; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διεξελέγχω: ἐντελῶς ἐξελέγχω, ἀναιρῶ, ἀποδεικνύω τι ἄλλως ἔχον, Γαλην. 3. 187, Λουκ. Ἀλεξ. 61.

French (Bailly abrégé)

réfuter complètement.
Étymologie: διά, ἐξελέγχω.

Spanish (DGE)

1 refutar, rebatir ἡ γραφὴ ... τὰ μὲν διεξελέγχουσα Luc.Alex.61, ὑμᾶς Plu.2.922e, τὰς μοχθηρὰς αἱρέσεις Gal.6.80.
2 poner de manifiesto en discusiones, c. ac. y part. pred. αὕτη ... ἡ ῥῆσις ἀμφοτέρους διεξελέγχει μὴ γιγνώσκοντας τὴν Ἀριστοτέλους δόξαν Gal.4.518, en v. pas. ὅταν ἀμαθέστεροι διεξελέγχωνται cuando se ponga al descubierto su ignorancia Them.Or.21.259b.

Greek Monolingual

διεξελέγχω (Α) εξελέγχω
ελέγχω εντελώς, μετά από έλεγχο αποδεικνύω την πλάνη ή την άγνοια κάποιου.