δοξασία: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
(big3_12) |
(9) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ [[opinión]] τῆς ἐμῆς δοξασίας D.C.53.19.6. | |dgtxt=-ας, ἡ [[opinión]] τῆς ἐμῆς δοξασίας D.C.53.19.6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[δοξασία]])<br />[[γνώμη]], [[εικασία]], [[ιδέα]] (όχι [[σαφής]] [[γνώση]], στηριγμένη σε αποδείξεις). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A opinion, D.C.53.19.
German (Pape)
[Seite 657] ἡ, das Meinen, Wähnen, D. Cass. 53, 19.
Greek (Liddell-Scott)
δοξᾰσία: ἡ, (δοξάζω) γνώμη, ἰδέα, Δίων Κ. 53. 19.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ opinión τῆς ἐμῆς δοξασίας D.C.53.19.6.
Greek Monolingual
η (AM δοξασία)
γνώμη, εικασία, ιδέα (όχι σαφής γνώση, στηριγμένη σε αποδείξεις).