δοχεύς: Difference between revisions
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
(big3_12) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-έως, ὁ<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [gen. δοχῆος Orác. en Porph.<i>Fr</i>.349.5, <i>Orac.Chald</i>.211; ac. δοχῆα Orác. en Porph.<i>Fr</i>.350.19]<br /><b class="num">1</b> [[receptor]] inspirado de un oráculo, [[médium]] que recibe el espíritu divino τὸν δοχέα πληρώσας τὸν χρησμὸν ἀπεφοίβαζεν Eus.<i>PE</i> 3.16.1, ῥεῦμα τὸ φοιβείης ... αἴγλης ... κάππεσεν ἀμφὶ κάρηνον ἀμωμήτοιο δοχῆος Orác. en Porph.<i>Fr</i>.349.5, cf. 350.19, Herm.<i>in Phdr</i>.105, <i>Orac.Chald</i>.l.c., del poeta inspirado, Herm.<i>in Phdr</i>.111<br /><b class="num">•</b>[[receptáculo]] ὃν (νοῦν) ... ἀξιώτατον ἡγοῦμαι δοχέα θεοῦ Synes.<i>Ep</i>.151.<br /><b class="num">2</b> [[huésped]], [[anfitrión]] στεφανωθήσεται ... καθ' ἑκάστην σύνοδον ὑπὸ τοῦ δοχέως <i>IG</i> 12.<i>Suppl</i>.365.11 (Tasos II d.C.). | |dgtxt=-έως, ὁ<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [gen. δοχῆος Orác. en Porph.<i>Fr</i>.349.5, <i>Orac.Chald</i>.211; ac. δοχῆα Orác. en Porph.<i>Fr</i>.350.19]<br /><b class="num">1</b> [[receptor]] inspirado de un oráculo, [[médium]] que recibe el espíritu divino τὸν δοχέα πληρώσας τὸν χρησμὸν ἀπεφοίβαζεν Eus.<i>PE</i> 3.16.1, ῥεῦμα τὸ φοιβείης ... αἴγλης ... κάππεσεν ἀμφὶ κάρηνον ἀμωμήτοιο δοχῆος Orác. en Porph.<i>Fr</i>.349.5, cf. 350.19, Herm.<i>in Phdr</i>.105, <i>Orac.Chald</i>.l.c., del poeta inspirado, Herm.<i>in Phdr</i>.111<br /><b class="num">•</b>[[receptáculo]] ὃν (νοῦν) ... ἀξιώτατον ἡγοῦμαι δοχέα θεοῦ Synes.<i>Ep</i>.151.<br /><b class="num">2</b> [[huésped]], [[anfitrión]] στεφανωθήσεται ... καθ' ἑκάστην σύνοδον ὑπὸ τοῦ δοχέως <i>IG</i> 12.<i>Suppl</i>.365.11 (Tasos II d.C.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δοχεύς]], ο (Α)<br />αυτός που δέχεται [[κάτι]], [[δέκτης]] (ειδ. για χρησμό ή [[έμπνευση]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
έως, ὁ,
A recipient, esp. of oracles or inspiration, Orac. ap. Porph. ap. Eus.PE5.9, Herm. in Phdr.pp.105,111A.
German (Pape)
[Seite 663] ὁ, der Aufnehmende, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δοχεύς: έως, ὁ, ὁ δεχόμενος, Χρησμ. παρ’ Εὐσ. Ε. Π. 194D.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
hôte.
Étymologie: δέχομαι.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
• Morfología: [gen. δοχῆος Orác. en Porph.Fr.349.5, Orac.Chald.211; ac. δοχῆα Orác. en Porph.Fr.350.19]
1 receptor inspirado de un oráculo, médium que recibe el espíritu divino τὸν δοχέα πληρώσας τὸν χρησμὸν ἀπεφοίβαζεν Eus.PE 3.16.1, ῥεῦμα τὸ φοιβείης ... αἴγλης ... κάππεσεν ἀμφὶ κάρηνον ἀμωμήτοιο δοχῆος Orác. en Porph.Fr.349.5, cf. 350.19, Herm.in Phdr.105, Orac.Chald.l.c., del poeta inspirado, Herm.in Phdr.111
•receptáculo ὃν (νοῦν) ... ἀξιώτατον ἡγοῦμαι δοχέα θεοῦ Synes.Ep.151.
2 huésped, anfitrión στεφανωθήσεται ... καθ' ἑκάστην σύνοδον ὑπὸ τοῦ δοχέως IG 12.Suppl.365.11 (Tasos II d.C.).
Greek Monolingual
δοχεύς, ο (Α)
αυτός που δέχεται κάτι, δέκτης (ειδ. για χρησμό ή έμπνευση).