δοριάλωτος: Difference between revisions
Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan
(big3_12) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(δορῐάλωτος) -ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. δουρι- S.<i>Ai</i>.211; δορυ- Hp.<i>Or.Thess</i>.408, Ph.2.526, <i>Tab.Il</i>.19d.57, Poll.7.156<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> de pers. [[hecho prisionero o cautivo de guerra]] οἱ δορυάλωτοι γενόμενοι Hp.l.c., σε λέχος δουριάλωτον ... ἀνέχει S.l.c., ὀλόμαν τάλαινα δ. E.<i>Tr</i>.518, cf. X.<i>HG</i> 5.2.5, Ph.1.111, cf. Plu.2.295c, Arr.<i>An</i>.6.27.5, Hdn.2.13.5, Hld.8.1.2, Lib.<i>Or</i>.12.74, Ast.Am.<i>Hom</i>.6.2.1<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ δ. [[prisionero de guerra]] en plu. Plb.24.13.4, D.H.4.24, Ph.l.c., Ath.273e.<br /><b class="num">2</b> de lugares [[conquistado por las armas]] χώρη Hdt.8.74, cf. 9.4, Plb.23.10.6, Paus.4.5.8, πόλις X.<i>Cyr</i>.7.5.35, cf. Decr. en D.18.181, Aeschin.2.33, Isoc.15.125, <i>Mon.Anc.Gr</i>.14.21, Ps.Callisth.1.8B, Μεσσήνην ... δοριάλωτον ληφθεῖσαν Isoc.6.19, cf. <i>Tab.Il</i>.l.c., δοριάλωτον ἐγένετο τὸ Παλλάντιον ὑπὸ Μενεμάχου <i>SEG</i> 11.1084.21 (Argos III a.C.), cf. <i>IAphrodisias</i> 1.13.3 (I d.C.), δοριάλωτον ληψόμενος τὴν Ἰουδαίαν LXX 2<i>Ma</i>.10.24, τὴν πατρίδα γινομένην δοριάλωτον D.S.18.46.4<br /><b class="num">•</b>fig. μεθ' ὃν ... δ. ὑμῖν ἡ γῆ Ἰουδαίων παρεδόθη Iust.Phil.1<i>Apol</i>.32.4<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ δοριάλωτα [[los territorios conquistados]] Isoc.4.177.<br /><b class="num">3</b> de cosas [[capturado por las armas, en la guerra]] τὴν ... δοριάλωτον ἀσπίδα Astyd.1i.6. | |dgtxt=(δορῐάλωτος) -ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. δουρι- S.<i>Ai</i>.211; δορυ- Hp.<i>Or.Thess</i>.408, Ph.2.526, <i>Tab.Il</i>.19d.57, Poll.7.156<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> de pers. [[hecho prisionero o cautivo de guerra]] οἱ δορυάλωτοι γενόμενοι Hp.l.c., σε λέχος δουριάλωτον ... ἀνέχει S.l.c., ὀλόμαν τάλαινα δ. E.<i>Tr</i>.518, cf. X.<i>HG</i> 5.2.5, Ph.1.111, cf. Plu.2.295c, Arr.<i>An</i>.6.27.5, Hdn.2.13.5, Hld.8.1.2, Lib.<i>Or</i>.12.74, Ast.Am.<i>Hom</i>.6.2.1<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ δ. [[prisionero de guerra]] en plu. Plb.24.13.4, D.H.4.24, Ph.l.c., Ath.273e.<br /><b class="num">2</b> de lugares [[conquistado por las armas]] χώρη Hdt.8.74, cf. 9.4, Plb.23.10.6, Paus.4.5.8, πόλις X.<i>Cyr</i>.7.5.35, cf. Decr. en D.18.181, Aeschin.2.33, Isoc.15.125, <i>Mon.Anc.Gr</i>.14.21, Ps.Callisth.1.8B, Μεσσήνην ... δοριάλωτον ληφθεῖσαν Isoc.6.19, cf. <i>Tab.Il</i>.l.c., δοριάλωτον ἐγένετο τὸ Παλλάντιον ὑπὸ Μενεμάχου <i>SEG</i> 11.1084.21 (Argos III a.C.), cf. <i>IAphrodisias</i> 1.13.3 (I d.C.), δοριάλωτον ληψόμενος τὴν Ἰουδαίαν LXX 2<i>Ma</i>.10.24, τὴν πατρίδα γινομένην δοριάλωτον D.S.18.46.4<br /><b class="num">•</b>fig. μεθ' ὃν ... δ. ὑμῖν ἡ γῆ Ἰουδαίων παρεδόθη Iust.Phil.1<i>Apol</i>.32.4<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ δοριάλωτα [[los territorios conquistados]] Isoc.4.177.<br /><b class="num">3</b> de cosas [[capturado por las armas, en la guerra]] τὴν ... δοριάλωτον ἀσπίδα Astyd.1i.6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δοριάλωτος]] και [[δορυάλωτος]], -ον<br />Α και [[δουριάλωτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που κατακτήθηκε με το [[δόρυ]], ο [[αιχμάλωτος]] πολέμου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δουριάλωτον [[λέχος]]» (για την Τέκμησσα)<br />αιχμάλωτη που έγινε [[σύζυγος]] (<b>Σοφ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A captive of the spear, taken in war, χώρα Hdt.8.74, 9.4; of persons, captive, E.Tr.518 (lyr.), Isoc.4.177; πόλεις Decr. ap. D.18.181, cf. Plb.23.10.6; Ion. δουριάλωτον λέχος, of Tecmessa, S.Aj. 211 (lyr.): —δορυάλωτος is a freq. v.l., as in Hp.Ep.27, X.Cyr.7.5.35, HG5.2.5, Ph.2.526, etc., cf. IG14.1293.57.
German (Pape)
[Seite 658] mit dem Speere gefangen, im Kriege erbeutet, erobert, wie αἰχμάλωτος; Eur. Tr. 518; Ath. VI, 273 e; Her. 8, 74. 9, 4; so auch Isocr. 4, 177, ohne v. l., u. 6, 19, wie Dem. 18, 181, aus den besten mss.; vgl. D. Sic. 16, 20 u. Dindorf dazu.
Greek (Liddell-Scott)
δοριάλωτος: -ον, ὁ ληφθεὶς διὰ τοῦ δόρατος, ληφθεὶς ἐν πολέμῳ, ὡς τὸ αἰχμάλωτος, Ἡρόδ. 8. 74., 9. 4, Εὐρ. Τρω. 518, Ἰσοκρ. 78Α, Δημ. 289. 7, κτλ.· Ἰων. δουριάλωτον λέχος, ἐπὶ τῆς Τεκμήσσης. Σοφ. Αἴ. 211· ― δορυάλωτος εἶναι ἡμαρτημένη γραφ., ὡς παρὰ Ξεν. Κύρ. 7. 5. 35, Ἑλλ. 5. 2, 5, κτλ., ἀλλ’ ἀπαντᾷ ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5984. 57· ἴδε Λοβ. Αἴ. 210· καὶ Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 172. 505.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
conquis par la lance, pris à la guerre.
Étymologie: δόρυ, ἁλωτός.
Spanish (DGE)
(δορῐάλωτος) -ον
• Alolema(s): jón. δουρι- S.Ai.211; δορυ- Hp.Or.Thess.408, Ph.2.526, Tab.Il.19d.57, Poll.7.156
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 de pers. hecho prisionero o cautivo de guerra οἱ δορυάλωτοι γενόμενοι Hp.l.c., σε λέχος δουριάλωτον ... ἀνέχει S.l.c., ὀλόμαν τάλαινα δ. E.Tr.518, cf. X.HG 5.2.5, Ph.1.111, cf. Plu.2.295c, Arr.An.6.27.5, Hdn.2.13.5, Hld.8.1.2, Lib.Or.12.74, Ast.Am.Hom.6.2.1
•subst. ὁ δ. prisionero de guerra en plu. Plb.24.13.4, D.H.4.24, Ph.l.c., Ath.273e.
2 de lugares conquistado por las armas χώρη Hdt.8.74, cf. 9.4, Plb.23.10.6, Paus.4.5.8, πόλις X.Cyr.7.5.35, cf. Decr. en D.18.181, Aeschin.2.33, Isoc.15.125, Mon.Anc.Gr.14.21, Ps.Callisth.1.8B, Μεσσήνην ... δοριάλωτον ληφθεῖσαν Isoc.6.19, cf. Tab.Il.l.c., δοριάλωτον ἐγένετο τὸ Παλλάντιον ὑπὸ Μενεμάχου SEG 11.1084.21 (Argos III a.C.), cf. IAphrodisias 1.13.3 (I d.C.), δοριάλωτον ληψόμενος τὴν Ἰουδαίαν LXX 2Ma.10.24, τὴν πατρίδα γινομένην δοριάλωτον D.S.18.46.4
•fig. μεθ' ὃν ... δ. ὑμῖν ἡ γῆ Ἰουδαίων παρεδόθη Iust.Phil.1Apol.32.4
•subst. τὰ δοριάλωτα los territorios conquistados Isoc.4.177.
3 de cosas capturado por las armas, en la guerra τὴν ... δοριάλωτον ἀσπίδα Astyd.1i.6.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δοριάλωτος και δορυάλωτος, -ον
Α και δουριάλωτος, -ον)
1. αυτός που κατακτήθηκε με το δόρυ, ο αιχμάλωτος πολέμου
2. φρ. «δουριάλωτον λέχος» (για την Τέκμησσα)
αιχμάλωτη που έγινε σύζυγος (Σοφ.).