δύσκαμπτος: Difference between revisions
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
(big3_12) |
(10) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[difícil de doblar]], [[rígido]] σῶμα Cass.<i>Pr</i>.61, τὰ διὰ σκληρότητα δύσκαμπτα Gal.7.255.<br /><b class="num">2</b> fig. [[inflexible]], [[rígido]], [[invariable]] αἱ στροφαί Sch.Ar.<i>Th</i>.68D., cf. <i>Orac.Chald</i>.155.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[rígidamente]] δ. ἔχειν estar rígido</i> Aët.16.8. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[difícil de doblar]], [[rígido]] σῶμα Cass.<i>Pr</i>.61, τὰ διὰ σκληρότητα δύσκαμπτα Gal.7.255.<br /><b class="num">2</b> fig. [[inflexible]], [[rígido]], [[invariable]] αἱ στροφαί Sch.Ar.<i>Th</i>.68D., cf. <i>Orac.Chald</i>.155.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[rígidamente]] δ. ἔχειν estar rígido</i> Aët.16.8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δύσκαμπτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που λυγίζει δύσκολα («[[δύσκαμπτος]] [[σίδηρος]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα προσαρμόζεται («[[δύσκαμπτος]] [[χαρακτήρας]]»)<br /><b>3.</b> αυτός που δύσκολα καταβάλλεται («την δύσκαμπτον δύναμιν τοῡ ἵππου»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δύσκολα παρακάμπτεται («δύσκαμπτοι [[στροφαί]]»). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, = foreg., Cass. Pr.61, Sch.Ar.Th.74. Adv. -τως
A, ἔχειν Aët.16.8.
Greek (Liddell-Scott)
δύσκαμπτος: -ον, = τῷ προηγ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 68, Βασίλ. 1. 713, 1037.
Spanish (DGE)
-ον
I 1difícil de doblar, rígido σῶμα Cass.Pr.61, τὰ διὰ σκληρότητα δύσκαμπτα Gal.7.255.
2 fig. inflexible, rígido, invariable αἱ στροφαί Sch.Ar.Th.68D., cf. Orac.Chald.155.
II adv. -ως rígidamente δ. ἔχειν estar rígido Aët.16.8.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δύσκαμπτος, -ον)
1. αυτός που λυγίζει δύσκολα («δύσκαμπτος σίδηρος»)
2. αυτός που δύσκολα προσαρμόζεται («δύσκαμπτος χαρακτήρας»)
3. αυτός που δύσκολα καταβάλλεται («την δύσκαμπτον δύναμιν τοῡ ἵππου»)
αρχ.
αυτός που δύσκολα παρακάμπτεται («δύσκαμπτοι στροφαί»).