δυστόπαστος: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(big3_12)
(10)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de predecir]], [[difícil de adivinar]] Φοίβου ... δυστόπαστ' αἰνίγματα E.<i>Supp</i>.138, de un dios ὅστις ποτ' εἶ σύ, δυστόπαστον εἰδέναι E.<i>Tr</i>.885, cf. Ph.1.467, 570, [[ἀόρατος]] καὶ δ. Ph.2.294, [[αἰτία]] Plu.<i>Rom</i>.21, cf. <i>Demetr</i>.38.
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de predecir]], [[difícil de adivinar]] Φοίβου ... δυστόπαστ' αἰνίγματα E.<i>Supp</i>.138, de un dios ὅστις ποτ' εἶ σύ, δυστόπαστον εἰδέναι E.<i>Tr</i>.885, cf. Ph.1.467, 570, [[ἀόρατος]] καὶ δ. Ph.2.294, [[αἰτία]] Plu.<i>Rom</i>.21, cf. <i>Demetr</i>.38.
}}
{{grml
|mltxt=[[δυστόπαστος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να τον φανταστεί ή να τον μαντέψει, [[δυσείκαστος]].
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυστόπαστος Medium diacritics: δυστόπαστος Low diacritics: δυστόπαστος Capitals: ΔΥΣΤΟΠΑΣΤΟΣ
Transliteration A: dystópastos Transliteration B: dystopastos Transliteration C: dystopastos Beta Code: dusto/pastos

English (LSJ)

ον,

   A hard to guess, ὅστις ποτ' εἶ σύ, δυστόπαστος εἰδέναι E.Tr.885; Φοίβου δυστόπαστ' αἰνίγματα Id.Supp.138, cf. Phld.Mort.37; αἰτία Plu.Rom. 21; κοσμοποιός Ph.1.570.

German (Pape)

[Seite 689] schwer zu errathen; αἴνιγμα Eur. Suppl. 150; εἰδέναι, schwer zu erkennen, Tr. 885; αἰτία Plut. Rom. 21; Demetr. 38.

Greek (Liddell-Scott)

δυστόπαστος: -ον, δυσείκαστος, ὅστις ποτ’ εἶ σύ, δυστόπαστος εἰδέναι Εὐρ. Τρῳ. 885· Φοίβου δυστόπαστ’ αἰνίγματα ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 138.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à conjecturer, à deviner, à comprendre.
Étymologie: δυσ-, τοπάζω.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de predecir, difícil de adivinar Φοίβου ... δυστόπαστ' αἰνίγματα E.Supp.138, de un dios ὅστις ποτ' εἶ σύ, δυστόπαστον εἰδέναι E.Tr.885, cf. Ph.1.467, 570, ἀόρατος καὶ δ. Ph.2.294, αἰτία Plu.Rom.21, cf. Demetr.38.

Greek Monolingual

δυστόπαστος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα μπορεί κανείς να τον φανταστεί ή να τον μαντέψει, δυσείκαστος.