δυσπροσπέλαστος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
(big3_12)
(10)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[de difícil acceso]], de ahí [[difícil de tomar por asalto]] πόλεις Plu.<i>Pomp</i>.28, cf. Apollon.<i>Lex</i>.δ 910, glos. a [[δυσπρόσοιστος]] Sch.S.<i>OC</i> 1277M.
|dgtxt=-ον<br />[[de difícil acceso]], de ahí [[difícil de tomar por asalto]] πόλεις Plu.<i>Pomp</i>.28, cf. Apollon.<i>Lex</i>.δ 910, glos. a [[δυσπρόσοιστος]] Sch.S.<i>OC</i> 1277M.
}}
{{grml
|mltxt=[[δυσπροσπέλαστος]], -ον (Α)<br />αυτός στον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να εισχωρήσει («πόλεις καὶ νήσους... χαλεπὰς βιασθῆναι καὶ δυσπροσπελάστους», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπροσπέλαστος Medium diacritics: δυσπροσπέλαστος Low diacritics: δυσπροσπέλαστος Capitals: ΔΥΣΠΡΟΣΠΕΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: dysprospélastos Transliteration B: dysprospelastos Transliteration C: dysprospelastos Beta Code: dusprospe/lastos

English (LSJ)

ον,

   A hard to get at, Plu.Pomp.28; gloss on δασπλῆτις, Sch.Od.15.234.

German (Pape)

[Seite 688] Erkl. der Scholl. zu δασπλῆτις Od. 15, 234 u. zu δυσπρόσοιστος Soph. O. C. 1277; – πόλεις, denen man sich mit Mühe nähert, Plut. Pomp. 28.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπροσπέλαστος: -ον, δυσκολοπλησίαστος, Πλούτ. Πομπ. 28.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficilement accessible.
Étymologie: δυσ-, προσπελάζω.

Spanish (DGE)

-ον
de difícil acceso, de ahí difícil de tomar por asalto πόλεις Plu.Pomp.28, cf. Apollon.Lex.δ 910, glos. a δυσπρόσοιστος Sch.S.OC 1277M.

Greek Monolingual

δυσπροσπέλαστος, -ον (Α)
αυτός στον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να εισχωρήσει («πόλεις καὶ νήσους... χαλεπὰς βιασθῆναι καὶ δυσπροσπελάστους», Πλούτ.).