εἰσθλίβω: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(big3_13) |
(10) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[aplastar]] ἀθεμίτου φύλου ... λείψανον Them.<i>Or</i>.15.197a. | |dgtxt=[[aplastar]] ἀθεμίτου φύλου ... λείψανον Them.<i>Or</i>.15.197a. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εἰσθλίβω]] (Α)<br />[[πιέζω]] κάποιον [[ανάμεσα]] σε δύο [[σημεία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:06, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ], prob.
A f.l. for ἐκθλ- in Plu.2.688b, Them.Or.14.197a.
German (Pape)
[Seite 743] hineinquetschen, drücken, Plut. Symp. 6, 2, 2.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσθλίβω: ῑ, θλίβω, πιέζω ἐντός, εὑρισκόμενον ἐν δυσὶ χωρίοις, (Πλούτ. 2. 688Β, Θεμιστ. Λόγ. 15. σ. 197Α), ἐν οἷς τὸ ἐκθλίβω φαίνεται κάλλιον ἁρμόζον εἰς τὴν ἔννοιαν: οὕτω καὶ ἡ λέξις ἔκθλιψις φαίνεται ὅτι εἶναι ἡ ὀρθὴ γραφὴ ἐν Matthaei Med. σ. 58.
French (Bailly abrégé)
part. prés. Pass. εἰσθλιβομένον;
faire entrer en pressant, enfoncer en écrasant.
Étymologie: εἰς, θλίβω.
Spanish (DGE)
aplastar ἀθεμίτου φύλου ... λείψανον Them.Or.15.197a.