ἐκβλύζω: Difference between revisions

From LSJ

Φιλόπονος ἴσθι καὶ βίον κτήσῃ καλόν → Si non laboris te piget, vives bene → Sei arbeitsam, dann hast du reichlich Lebensgut

Menander, Monostichoi, 527
(big3_13)
(10)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> intr. [[fluir]], [[brotar]] διεφθορότων ὑγρῶν πλῆθος ἐξέβλυσεν Plu.<i>TG</i> 13, ἑῆς θολὸν ἐκβλύζοντα νηδύος Orph.<i>L</i>.490, αἱ πηγαί, αἱ τῆς αὐτῆς ἐκβλύζουσαι γῆς Clem.Al.<i>Prot</i>.1.5.29, cf. I.<i>AI</i> 3.10, de un río ἐκ τῆς τῶν Ἀρμενίων Basil.<i>Ep</i>.365, [[αἷμα]] καὶ ὕδωρ del costado de Cristo, Ath.Al.M.28.801A<br /><b class="num">•</b>[[rebosar]] ἵνα ... οἴνῳ ... αἱ ληνοί σου ἐκβλύζωσιν LXX <i>Pr</i>.3.10.<br /><b class="num">2</b> tr. [[hacer brotar]], [[hacer manar]] [[ἄμπελος]] ἐκβλύσει τὸν οἶνον Orph.<i>Fr</i>.255.
|dgtxt=<b class="num">1</b> intr. [[fluir]], [[brotar]] διεφθορότων ὑγρῶν πλῆθος ἐξέβλυσεν Plu.<i>TG</i> 13, ἑῆς θολὸν ἐκβλύζοντα νηδύος Orph.<i>L</i>.490, αἱ πηγαί, αἱ τῆς αὐτῆς ἐκβλύζουσαι γῆς Clem.Al.<i>Prot</i>.1.5.29, cf. I.<i>AI</i> 3.10, de un río ἐκ τῆς τῶν Ἀρμενίων Basil.<i>Ep</i>.365, [[αἷμα]] καὶ ὕδωρ del costado de Cristo, Ath.Al.M.28.801A<br /><b class="num">•</b>[[rebosar]] ἵνα ... οἴνῳ ... αἱ ληνοί σου ἐκβλύζωσιν LXX <i>Pr</i>.3.10.<br /><b class="num">2</b> tr. [[hacer brotar]], [[hacer manar]] [[ἄμπελος]] ἐκβλύσει τὸν οἶνον Orph.<i>Fr</i>.255.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐκβλύζω]], Α και [[ἐκβλύω]])<br /><b>1.</b> χύνομαι ή ρέω [[προς]] τα έξω, [[αναβλύζω]]<br /><b>2.</b> [[εκκρίνω]] («τὸ [[λείψανον]]... ἐκβλύζει μῡρον», «ὁπόσον ἱδρῶτα ἐκβλύζει τῶν σαρκῶν ὁ γεωπονῶν»).
}}
}}

Revision as of 07:06, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκβλύζω Medium diacritics: ἐκβλύζω Low diacritics: εκβλύζω Capitals: ΕΚΒΛΥΖΩ
Transliteration A: ekblýzō Transliteration B: ekblyzō Transliteration C: ekvlyzo Beta Code: e)kblu/zw

English (LSJ)

   A gush out, Orph.L.490 ; οἴνῳ LXXPr.3.10.    II trans., cause to gush out, ἄμπελος ἐκβλύσει τὸν οἶνον Orph.Fr.255 ; νεκρὸς ὑγρῶν πλῆθος ἐξέβλυσεν Plu.TG13.

German (Pape)

[Seite 754] ausquellen, ausfließen, Orph. lith. 484 u. a. Sp. Bei Eust. auch transit.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκβλύζω: ἐκρέω, Ὀρφ. Λιθ. 484, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 13. ΙΙ. ἐκχέω, ὁπόσον ἱδρῶτα... ἐκβλύζει τῶν σαρκῶν ὁ γεωπονῶν Εὐστ. Πονημ. 150. 8., 22. 41.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐξέβλυσα;
faire jaillir.
Étymologie: ἐκ, βλύζω.

Spanish (DGE)

1 intr. fluir, brotar διεφθορότων ὑγρῶν πλῆθος ἐξέβλυσεν Plu.TG 13, ἑῆς θολὸν ἐκβλύζοντα νηδύος Orph.L.490, αἱ πηγαί, αἱ τῆς αὐτῆς ἐκβλύζουσαι γῆς Clem.Al.Prot.1.5.29, cf. I.AI 3.10, de un río ἐκ τῆς τῶν Ἀρμενίων Basil.Ep.365, αἷμα καὶ ὕδωρ del costado de Cristo, Ath.Al.M.28.801A
rebosar ἵνα ... οἴνῳ ... αἱ ληνοί σου ἐκβλύζωσιν LXX Pr.3.10.
2 tr. hacer brotar, hacer manar ἄμπελος ἐκβλύσει τὸν οἶνον Orph.Fr.255.

Greek Monolingual

(AM ἐκβλύζω, Α και ἐκβλύω)
1. χύνομαι ή ρέω προς τα έξω, αναβλύζω
2. εκκρίνω («τὸ λείψανον... ἐκβλύζει μῡρον», «ὁπόσον ἱδρῶτα ἐκβλύζει τῶν σαρκῶν ὁ γεωπονῶν»).