ἐκλιπής: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(big3_13) |
(10) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[omitido]], [[pasado por alto]] τοῖς πρὸ ἐμοῦ ἅπασιν ἐκλιπὲς τοῦτο ἦν τὸ χωρίον este espacio (de tiempo) había sido pasado por alto por todos mis predecesores</i> Th.1.97, cf. Arr.<i>An</i>.1.12.2.<br /><b class="num">2</b> [[deficiente]], [[falto]], [[vacío]] c. gen. (τὸ ὄν) ἐ. γὰρ ταύτῃ ... ᾗ διῄρεται τοῦ ὄντος (el ser) está deficiente allí donde es separado del ser</i> Gorg. en Arist.<i>Xen</i>.980<sup>a</sup>6<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἐ. [[el vacío]] Plu.2.479b.<br /><b class="num">3</b> [[que sufre eclipse]], [[eclipsado]] c. gen. τοῦ ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο hubo un eclipse parcial de sol</i> Th.4.52, cf. D.C.55.22.3. | |dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[omitido]], [[pasado por alto]] τοῖς πρὸ ἐμοῦ ἅπασιν ἐκλιπὲς τοῦτο ἦν τὸ χωρίον este espacio (de tiempo) había sido pasado por alto por todos mis predecesores</i> Th.1.97, cf. Arr.<i>An</i>.1.12.2.<br /><b class="num">2</b> [[deficiente]], [[falto]], [[vacío]] c. gen. (τὸ ὄν) ἐ. γὰρ ταύτῃ ... ᾗ διῄρεται τοῦ ὄντος (el ser) está deficiente allí donde es separado del ser</i> Gorg. en Arist.<i>Xen</i>.980<sup>a</sup>6<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἐ. [[el vacío]] Plu.2.479b.<br /><b class="num">3</b> [[que sufre eclipse]], [[eclipsado]] c. gen. τοῦ ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο hubo un eclipse parcial de sol</i> Th.4.52, cf. D.C.55.22.3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐκλιπής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[ελλιπής]] («ἡλίου τι ἐκλιπὲς ἐγένετο» — έγινε μερική [[έκλειψη]] ηλίου)<br /><b>2.</b> αυτός που παραλήφθηκε, που παραμελήθηκε («τοῑς πρὸ εμοῡ ἅπασιν ἐκλιπὲς τοῡτο ἦν τὸ [[χωρίον]]» — αυτό το [[κεφάλαιο]] είχε παραμεληθεί απ' όλους τους προγενέστερους, <b>Θουκ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:06, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, (ἐκλείπω)
A failing, deficient, ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο, = ἔκλειψις, Th.4.52: c. gen., deficient in.., Arist.Xen.980a6. II omitted, overlooked, Th.1.97, Arr.An.1.12.2.
German (Pape)
[Seite 767] ές, mangelnd, fehlend; τοῦ ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο, eine partiale Sonnenfinsterniß, Thuc. 4, 52, wie D. Cass. 55, 22. Aber τοῦτο ἦν τὸ χωρίον ἐκλιπές, war ausgelassen, übersehen, Thuc. 1, 97.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλῐπής: -ές, (ἐκλείπω), ἐκλείπων, ἐλλιπής, ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο = ἔκλειψις Θουκ. 4. 52· μετὰ γεν., ἐλλιπὴς ἔν τινι, Ἀριστ. π. Ξενοφάν. 6. 10. ΙΙ. παραληφθείς, ἀμεληθείς, Θουκ. 1. 97.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui manque : τοῦ ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο THC il se produisit une éclipse partielle de soleil;
2 abandonné.
Étymologie: ἐκλείπω.
Spanish (DGE)
-ές
1 omitido, pasado por alto τοῖς πρὸ ἐμοῦ ἅπασιν ἐκλιπὲς τοῦτο ἦν τὸ χωρίον este espacio (de tiempo) había sido pasado por alto por todos mis predecesores Th.1.97, cf. Arr.An.1.12.2.
2 deficiente, falto, vacío c. gen. (τὸ ὄν) ἐ. γὰρ ταύτῃ ... ᾗ διῄρεται τοῦ ὄντος (el ser) está deficiente allí donde es separado del ser Gorg. en Arist.Xen.980a6
•subst. τὸ ἐ. el vacío Plu.2.479b.
3 que sufre eclipse, eclipsado c. gen. τοῦ ἡλίου ἐκλιπές τι ἐγένετο hubo un eclipse parcial de sol Th.4.52, cf. D.C.55.22.3.
Greek Monolingual
ἐκλιπής, -ές (Α)
1. ελλιπής («ἡλίου τι ἐκλιπὲς ἐγένετο» — έγινε μερική έκλειψη ηλίου)
2. αυτός που παραλήφθηκε, που παραμελήθηκε («τοῑς πρὸ εμοῡ ἅπασιν ἐκλιπὲς τοῡτο ἦν τὸ χωρίον» — αυτό το κεφάλαιο είχε παραμεληθεί απ' όλους τους προγενέστερους, Θουκ.).