ἐκκρουστικός: Difference between revisions
From LSJ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
(big3_13) |
(10) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[que rechaza]], [[incompatible]] τὸ γὰρ δεινὸν ... ἐκκρουστικὸν τοῦ ἐλέου Arist.<i>Rh</i>.1386<sup>a</sup>23, φαντασίαι ... ἐκκρουστικαὶ τοῦ λόγου Arr.<i>Epict</i>.2.18.29. | |dgtxt=-ή, -όν<br />[[que rechaza]], [[incompatible]] τὸ γὰρ δεινὸν ... ἐκκρουστικὸν τοῦ ἐλέου Arist.<i>Rh</i>.1386<sup>a</sup>23, φαντασίαι ... ἐκκρουστικαὶ τοῦ λόγου Arr.<i>Epict</i>.2.18.29. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α ἐκρουστικός, -ή, -όν)<br />αυτός που συντελεί σε [[έκκρουση]], σε [[απώθηση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:06, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A fitted for expelling, τοῦ ἐλέου Arist.Rh.1386a22 ; τοῦ λόγου Arr.Epict.2.18.29.
German (Pape)
[Seite 765] ή, όν, zum Herausstoßen geeignet, verdrängend, ἐλέου Arist. rhet. 2, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκρουστικός: -ή, -όν, ἀποκρουστικός, κατάλληλος πρὸς ἀπόκρουσιν, ἀποδίωξιν, τοῦ ἐλέου Ἀριστ. Ρητ. 2. 8, 12· τοῦ λόγου Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 18, 29.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à chasser, à repousser.
Étymologie: ἐκκρούω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que rechaza, incompatible τὸ γὰρ δεινὸν ... ἐκκρουστικὸν τοῦ ἐλέου Arist.Rh.1386a23, φαντασίαι ... ἐκκρουστικαὶ τοῦ λόγου Arr.Epict.2.18.29.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐκρουστικός, -ή, -όν)
αυτός που συντελεί σε έκκρουση, σε απώθηση.