ἔκταμα: Difference between revisions
Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist
(big3_14b) |
(11) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> concr. [[pieza extendida]] τὸ ἐκτείνεσθαι τὸν οὐρανὸν ὥσπερ τι ἔ. ἐν χερσὶ τεχνίτου como explicación de un texto bíbl., Ath.Al.M.27.436B.<br /><b class="num">2</b> abstr. [[extensión]] c. valor espacial τὸ ἔ. τοῦ ἑνὸς τοίχου στάδιοι ιγ <i>Cat.Gen</i>.839, <i>Iubil</i>.y (p.88), τὸ ἔ. ... τῆς παρειᾶς glosa a παρηίδων τ' ὄρεγμα Sch.E.<i>Ph</i>.307, cf. Sch.Er.<i>Il</i>.19.267c, Sud.s.u. πῆχυς<br /><b class="num">•</b>c. valor temp., Sch.Ar.<i>Nu</i>.2c. | |dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> concr. [[pieza extendida]] τὸ ἐκτείνεσθαι τὸν οὐρανὸν ὥσπερ τι ἔ. ἐν χερσὶ τεχνίτου como explicación de un texto bíbl., Ath.Al.M.27.436B.<br /><b class="num">2</b> abstr. [[extensión]] c. valor espacial τὸ ἔ. τοῦ ἑνὸς τοίχου στάδιοι ιγ <i>Cat.Gen</i>.839, <i>Iubil</i>.y (p.88), τὸ ἔ. ... τῆς παρειᾶς glosa a παρηίδων τ' ὄρεγμα Sch.E.<i>Ph</i>.307, cf. Sch.Er.<i>Il</i>.19.267c, Sud.s.u. πῆχυς<br /><b class="num">•</b>c. valor temp., Sch.Ar.<i>Nu</i>.2c. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α [[ἔκταμα]])<br />το [[αποτέλεσμα]] του [[εκτείνω]], η [[έκταση]], το [[μήκος]] [[κατά]] το οποίο εκτείνεται [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> το [[μήκος]] που έχει η [[αλυσίδα]] της άγκυρας του πλοίου, [[αλλιώς]] [[κάθεμα]], κν. [[καλούμο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:07, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A extent, length, Sch.Ar.Nu.2, Suid.s.v. πῆχυς. 2 gloss on ὄρεγμα, Sch.E.Ph.308.
German (Pape)
[Seite 779] τό, das Ausgedehnte, die Ausdehnung, Schol. Ar. Nubb. 2 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκτᾰμα: τό, ἔκτασις, μῆκος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 2.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 concr. pieza extendida τὸ ἐκτείνεσθαι τὸν οὐρανὸν ὥσπερ τι ἔ. ἐν χερσὶ τεχνίτου como explicación de un texto bíbl., Ath.Al.M.27.436B.
2 abstr. extensión c. valor espacial τὸ ἔ. τοῦ ἑνὸς τοίχου στάδιοι ιγ Cat.Gen.839, Iubil.y (p.88), τὸ ἔ. ... τῆς παρειᾶς glosa a παρηίδων τ' ὄρεγμα Sch.E.Ph.307, cf. Sch.Er.Il.19.267c, Sud.s.u. πῆχυς
•c. valor temp., Sch.Ar.Nu.2c.
Greek Monolingual
το (Α ἔκταμα)
το αποτέλεσμα του εκτείνω, η έκταση, το μήκος κατά το οποίο εκτείνεται κάτι
νεοελλ.
ναυτ. το μήκος που έχει η αλυσίδα της άγκυρας του πλοίου, αλλιώς κάθεμα, κν. καλούμο.