ἔκταμα

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκτᾰμα Medium diacritics: ἔκταμα Low diacritics: έκταμα Capitals: ΕΚΤΑΜΑ
Transliteration A: éktama Transliteration B: ektama Transliteration C: ektama Beta Code: e)/ktama

English (LSJ)

-ατος, τό,
A extent, length, Sch.Ar.Nu.2, Suid.s.v. πῆχυς.
2 Glossaria on ὄρεγμα, Sch.E.Ph.308.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 concr. pieza extendida τὸ ἐκτείνεσθαι τὸν οὐρανὸν ὥσπερ τι ἔ. ἐν χερσὶ τεχνίτου como explicación de un texto bíbl., Ath.Al.M.27.436B.
2 abstr. extensión c. valor espacial τὸ ἔ. τοῦ ἑνὸς τοίχου στάδιοι ιγ Cat.Gen.839, Iubil.y (p.88), τὸ ἔ. ... τῆς παρειᾶς glosa a παρηίδων τ' ὄρεγμα Sch.E.Ph.307, cf. Sch.Er.Il.19.267c, Sud.s.u. πῆχυς
c. valor temp., Sch.Ar.Nu.2c.

German (Pape)

[Seite 779] τό, das Ausgedehnte, die Ausdehnung, Schol. Ar. Nubb. 2 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκτᾰμα: τό, ἔκτασις, μῆκος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 2.

Greek Monolingual

το (Α ἔκταμα)
το αποτέλεσμα του εκτείνω, η έκταση, το μήκος κατά το οποίο εκτείνεται κάτι
νεοελλ.
ναυτ. το μήκος που έχει η αλυσίδα της άγκυρας του πλοίου, αλλιώς κάθεμα, κν. καλούμο.