ἐλαφόβοσκον: Difference between revisions
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
(6_22) |
(11) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐλᾰφόβοσκον''': τό, φυτὸν ἐσθιόμενον ὑπὸ τῶν ἐλάφων ὡς προφυλακτικὸν κατὰ τῶν δηγμάτων τῶν ἑρπετῶν, pastinaca sativa, Διοσκ. 3. 80, Πλιν. Ν. Η. 22. 22 (37). | |lstext='''ἐλᾰφόβοσκον''': τό, φυτὸν ἐσθιόμενον ὑπὸ τῶν ἐλάφων ὡς προφυλακτικὸν κατὰ τῶν δηγμάτων τῶν ἑρπετῶν, pastinaca sativa, Διοσκ. 3. 80, Πλιν. Ν. Η. 22. 22 (37). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐλαφόβοσκον]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[ονομασία]] φυτού το οποίο πίστευαν ότι τρώει το [[ελάφι]] ως [[αντίδοτο]] για το [[δηλητήριο]] τών φιδιών<br /><b>2.</b> το [[φασκόμηλο]]<br /><b>3.</b> το [[σκόρδο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:07, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, (ἐλᾰφο-βοσκός, ὁ, Hsch.)
A plant eaten by deer as an antidote against the bite of snakes, parsnip, Pastinaca sativa, Dsc.3.69, Plin.HN22.79,Aët.13.21. II = ἐλελίσφακον, Dsc.3.33; = σκόρδον, Ps.-Dsc.2.152.
German (Pape)
[Seite 792] τό, (Hirschfutter), wilde Pastinake, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλᾰφόβοσκον: τό, φυτὸν ἐσθιόμενον ὑπὸ τῶν ἐλάφων ὡς προφυλακτικὸν κατὰ τῶν δηγμάτων τῶν ἑρπετῶν, pastinaca sativa, Διοσκ. 3. 80, Πλιν. Ν. Η. 22. 22 (37).
Greek Monolingual
ἐλαφόβοσκον, το (Α)
1. ονομασία φυτού το οποίο πίστευαν ότι τρώει το ελάφι ως αντίδοτο για το δηλητήριο τών φιδιών
2. το φασκόμηλο
3. το σκόρδο.