ἐμπόδισμα: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(big3_14)
(11)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[impedimento]], [[obstáculo]], [[estorbo]] c. dat. ἂν ἑαυτῷ θεῖτ' ἐμποδίσματα Pl.<i>Plt</i>.295b, cf. <i>Phlb</i>.63d, D.3.7, Lib.<i>Or</i>.46.34, <i>Ep</i>.741.5, Chrys.M.51.152, Thdt.M.81.1445C, Procop.<i>Pers</i>.2.30.1, μηδὲν ἐ. τῷδε ἡμῶν τῷ θείῳ νόμῳ γενέσθαι Iust.<i>Nou</i>.99.1, c. gen. οὐδὲν χρῆ τούτου προκεῖσθαι τῶν στέρνων [[ἐμπόδισμα]] Gal.3.175, cf. Pl.<i>Cra</i>.413d, Philostr.<i>VS</i> 507, ἐστὶν ... ἐ. τῆς αἰσίας ἐμβολῆς Iust.<i>Edict</i>.13.27, ὧν οὐδὲν ἐπ' ἐμποδίσματι γενέσθαι τοῦ ... κινδυνεῦσαι τελευτᾶν que nada de lo cual había impedido que corriera riesgo de muerte</i> I.<i>AI</i> 17.95, cf. Procop.<i>Pers</i>.2.24.7.
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[impedimento]], [[obstáculo]], [[estorbo]] c. dat. ἂν ἑαυτῷ θεῖτ' ἐμποδίσματα Pl.<i>Plt</i>.295b, cf. <i>Phlb</i>.63d, D.3.7, Lib.<i>Or</i>.46.34, <i>Ep</i>.741.5, Chrys.M.51.152, Thdt.M.81.1445C, Procop.<i>Pers</i>.2.30.1, μηδὲν ἐ. τῷδε ἡμῶν τῷ θείῳ νόμῳ γενέσθαι Iust.<i>Nou</i>.99.1, c. gen. οὐδὲν χρῆ τούτου προκεῖσθαι τῶν στέρνων [[ἐμπόδισμα]] Gal.3.175, cf. Pl.<i>Cra</i>.413d, Philostr.<i>VS</i> 507, ἐστὶν ... ἐ. τῆς αἰσίας ἐμβολῆς Iust.<i>Edict</i>.13.27, ὧν οὐδὲν ἐπ' ἐμποδίσματι γενέσθαι τοῦ ... κινδυνεῦσαι τελευτᾶν que nada de lo cual había impedido que corriera riesgo de muerte</i> I.<i>AI</i> 17.95, cf. Procop.<i>Pers</i>.2.24.7.
}}
{{grml
|mltxt=και αμπόδισμα και [[μπόδισμα]], το (AM [[ἐμπόδισμα]], Μ και ἐμπόδισμαν και ἀμπόδισμα)<br />[[εμπόδιση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εμπόδιο]] για να κρατά την πόρτα ανοιχτή<br /><b>2.</b> [[φυσικό]] [[ελάττωμα]]<br /><b>3.</b> [[άρνηση]].
}}
}}

Revision as of 07:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπόδισμα Medium diacritics: ἐμπόδισμα Low diacritics: εμπόδισμα Capitals: ΕΜΠΟΔΙΣΜΑ
Transliteration A: empódisma Transliteration B: empodisma Transliteration C: empodisma Beta Code: e)mpo/disma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A impediment, hindrance, Pl.Plt.295b, D.3.4.

German (Pape)

[Seite 815] τό, das Hinderniß, τινός, Plat. Crat. 413 d u. A.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπόδισμα: τό, ἐμπόδιον, κώλυμα, Πλάτ. Πολιτ. 295Β, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
obstacle.
Étymologie: ἐμποδίζω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
impedimento, obstáculo, estorbo c. dat. ἂν ἑαυτῷ θεῖτ' ἐμποδίσματα Pl.Plt.295b, cf. Phlb.63d, D.3.7, Lib.Or.46.34, Ep.741.5, Chrys.M.51.152, Thdt.M.81.1445C, Procop.Pers.2.30.1, μηδὲν ἐ. τῷδε ἡμῶν τῷ θείῳ νόμῳ γενέσθαι Iust.Nou.99.1, c. gen. οὐδὲν χρῆ τούτου προκεῖσθαι τῶν στέρνων ἐμπόδισμα Gal.3.175, cf. Pl.Cra.413d, Philostr.VS 507, ἐστὶν ... ἐ. τῆς αἰσίας ἐμβολῆς Iust.Edict.13.27, ὧν οὐδὲν ἐπ' ἐμποδίσματι γενέσθαι τοῦ ... κινδυνεῦσαι τελευτᾶν que nada de lo cual había impedido que corriera riesgo de muerte I.AI 17.95, cf. Procop.Pers.2.24.7.

Greek Monolingual

και αμπόδισμα και μπόδισμα, το (AM ἐμπόδισμα, Μ και ἐμπόδισμαν και ἀμπόδισμα)
εμπόδιση
μσν.
1. εμπόδιο για να κρατά την πόρτα ανοιχτή
2. φυσικό ελάττωμα
3. άρνηση.