ἔμπα: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
(big3_14)
(11)
Line 10: Line 10:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἔμπας]].
|dgtxt=v. [[ἔμπας]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἔμπα]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[έμπας]].———————— <b>(II)</b><br />το<br /><b>1.</b> το να μπαίνει [[κάποιος]] [[κάπου]], η [[είσοδος]]<br /><b>2.</b> [[είσοδος]], [[θύρα]]<br /><b>3.</b> [[έναρξη]] περιόδου («το [[έμπα]] του χειμώνα»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «το [[έμπα]]-[[έβγα]]» — το να μπαινοβγαίνει [[συνεχώς]] [[κάποιος]] άσκοπα.
}}
}}

Revision as of 07:08, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 809] s. ἔμπας.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμπᾰ: ἐπίρρ., ἴδε ἔμπᾱς.

French (Bailly abrégé)

poét. c. ἔμπας.

Spanish (DGE)

v. ἔμπας.

Greek Monolingual

(I)
ἔμπα (Α)
επίρρ. βλ. έμπας.———————— (II)
το
1. το να μπαίνει κάποιος κάπου, η είσοδος
2. είσοδος, θύρα
3. έναρξη περιόδου («το έμπα του χειμώνα»)
4. φρ. «το έμπα-έβγα» — το να μπαινοβγαίνει συνεχώς κάποιος άσκοπα.