επασκώ: Difference between revisions

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source
(13)
(No difference)

Revision as of 07:10, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἐπασκῶ, -έω (Α) ασκώ
1. κατασκευάζω κάτι με επιμέλεια, διακοσμώ κάτι με φροντίδα («ἐπήσκηται δὲ oἱ αὐλὴ τοίχῳ καὶ θριγκοῑσι», Ομ. Οδ.)
2. εκθειάζω, εξαίρω, αναδεικνύω («ἐπασκήσω κλυταῑς ἥρωα τιμαῑς», Πίνδ.)
3. καλλιεργώ, εξασκώ, προάγω («σοφίαν ἐπασκεῑ», Αριστοφ.)
4. επαυξάνω («δύναμιν ἀνθρώπων ἀπίστων ἐπασκῆσαι», Αρρ.)
5. (για αθλητές) ασκούμαι, γυμνάζομαι
6. εξεγείρω εναντίον κάποιου («πάντας αὐτῷ τοὺς ἐχθροὺς ἐπήσκησαν», Δίων Κάσσ.)
7. γυμνάζω για τον αγώνα
8. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπασκεῑν
σέβεσθαι, ἁγνεύειν».