ἐπιπρεσβεύομαι: Difference between revisions
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
(Bailly1_2) |
(13) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=envoyer une ambassade.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[πρεσβεύω]]. | |btext=envoyer une ambassade.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[πρεσβεύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπιπρεσβεύομαι]] (Α) [[πρεσβεύομαι]]<br /><b>1.</b> [[πηγαίνω]] [[κάπου]] ως [[πρεσβευτής]], ως [[απεσταλμένος]] («τοσαύτας γάρ [[εἶναι]] γυναῑκας τὰς ἐπιπρεσβευσαμένας», Δίον. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[στέλνω]] [[πρεσβεία]] σε κάποιον («ὁ [[δῆμος]] οὐδὲν ἐπιπρεσβεύεται πρὸς ἡμᾱς», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> [[στέλνω]] νέα [[πρεσβεία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 29 September 2017
English (LSJ)
A go as ambassador, D.H.2.47. II. send an embassy, πρός τινα Id.6.56; τινί Plu.Sert.27,Ant.68. 2. send a second embassy, App.Gall.18.
German (Pape)
[Seite 972] med., als Gesandter wohin gehen, D. Hal. 2, 47 u. a. Sp. – Auch eine Gesandtschaft an Jemand schicken, πρός τινα, D. Hal. 6, 56; Plut. Sertor. 27, oft; wieder eine Gesandtschaft schicken, Ann. B. Gall. 18. – Poll. 8, 137 führt neben ἐπιπρεσβεύσασθαι auch ἐπιπρεσβεῦσαι an.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπρεσβεύομαι: ἀπέρχομαί που ὡς πρεσβευτής, ὡς τὸ ἐπικηρυκεύομαι, Διον. Ἁλ. 2. 47. ΙΙ. ἀποστέλλω πρεσβείαν, πρός τινα ὁ αὐτ. 6. 56· τινι Πλουτ. Σερτώρ. 27, Ἀντών. 68. 2) ἀποστέλλω καὶ ἄλλην πρεσβείαν, Ἀππ. Κελτ. 18.
French (Bailly abrégé)
envoyer une ambassade.
Étymologie: ἐπί, πρεσβεύω.
Greek Monolingual
ἐπιπρεσβεύομαι (Α) πρεσβεύομαι
1. πηγαίνω κάπου ως πρεσβευτής, ως απεσταλμένος («τοσαύτας γάρ εἶναι γυναῑκας τὰς ἐπιπρεσβευσαμένας», Δίον. Αλ.)
2. στέλνω πρεσβεία σε κάποιον («ὁ δῆμος οὐδὲν ἐπιπρεσβεύεται πρὸς ἡμᾱς», Διον. Αλ.)
3. στέλνω νέα πρεσβεία.