ἐπιστημοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
(6_9)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιστημοσύνη''': ἡ, = [[ἐπιστήμη]], Ξενοκρ. παρὰ Διογ. Λ. 4. 13.
|lstext='''ἐπιστημοσύνη''': ἡ, = [[ἐπιστήμη]], Ξενοκρ. παρὰ Διογ. Λ. 4. 13.
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐπιστημοσύνη]]) [[επιστήμων]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[γνώση]] της επιστήμης με την οποία ασχολείται [[κανείς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επιστήμη]], [[γνώση]].
}}
}}

Revision as of 07:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστημοσύνη Medium diacritics: ἐπιστημοσύνη Low diacritics: επιστημοσύνη Capitals: ΕΠΙΣΤΗΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: epistēmosýnē Transliteration B: epistēmosynē Transliteration C: epistimosyni Beta Code: e)pisthmosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A skill, περὶ ., title of work by Xenocr. (D.L.4.13).

German (Pape)

[Seite 984] ἡ, = ἐπιστήμη, Poll. 4, 7; nach D. L. 4, 13 schrieb Xenocrates περὶ ἐπιστημοσύνης.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστημοσύνη: ἡ, = ἐπιστήμη, Ξενοκρ. παρὰ Διογ. Λ. 4. 13.

Greek Monolingual

η (AM ἐπιστημοσύνη) επιστήμων
νεοελλ.
η γνώση της επιστήμης με την οποία ασχολείται κανείς
αρχ.
επιστήμη, γνώση.