ἐπιρρύζω: Difference between revisions
From LSJ
Ἒστιν ὃ μὲν χείρων, ὃ δ' ἀμείνων ἔργον ἕκαστον· οὐδεὶς δ' ἀνθρώπων αὐτὸς ἅπαντα σοφός. (Theognis 901f.) → One is worse, the other better at each deed, but no man is wise in all things.
(Bailly1_2) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=exciter (un chien), [[ἐπί]] τινα contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ῥύζω]]. | |btext=exciter (un chien), [[ἐπί]] τινα contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ῥύζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπιρρύζω]] (Α) [[ρύζω]]<br />([[κυρίως]] για σκυλιά) [[προτρέπω]], [[εξεγείρω]], [[ερεθίζω]] [[εναντίον]] κάποιου («κᾆθ’ [[ὅταν]] οὗτός γ’ ἐπισίξῃ ἐπὶ τῶν ἐχθρῶν τιν’, ἐπιρρύξας ἀγρίως αὐτοῑς ἐπιπηδᾷς», <b>Αριστοφ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 29 September 2017
English (LSJ)
A set a dog on one, ἐπί τινα Ar.V.705, acc. to Sch. and Hsch. (where also ἐπιρροφ-ρροίζειν); cf. ῥύζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιρρύζω: παρορμῶ, ἐναντίον τινός, ἐπὶ τῶν ἐχθρῶν τινα ἐπιρρύξας Ἀριστοφ. Σφ. 705, κατὰ τὸν Σχολ. καὶ Ἡσύχ., ἀλλ’ ὅμως πρβλ. ῥύζω.
French (Bailly abrégé)
exciter (un chien), ἐπί τινα contre qqn.
Étymologie: ἐπί, ῥύζω.
Greek Monolingual
ἐπιρρύζω (Α) ρύζω
(κυρίως για σκυλιά) προτρέπω, εξεγείρω, ερεθίζω εναντίον κάποιου («κᾆθ’ ὅταν οὗτός γ’ ἐπισίξῃ ἐπὶ τῶν ἐχθρῶν τιν’, ἐπιρρύξας ἀγρίως αὐτοῑς ἐπιπηδᾷς», Αριστοφ.).