ἐριαύχην: Difference between revisions
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(SL_1) |
(14) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[ἐριαύχην]] v. [[ῥιψαύχην]]. | |sltr=[[ἐριαύχην]] v. [[ῥιψαύχην]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐριαύχην]], ὁ, ἡ (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ψηλό αυχένα («ἐριαύχενες ἵπποι»)<br /><b>2.</b> [[υπερήφανος]], [[καμαρωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> [[αυχήν]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ενος, ὁ, ἡ,
A with arched neck, opp. βυσαύχην, ἐριαύχενες ἵπποι Il.10.305, al., neverin Od.
German (Pape)
[Seite 1027] ενος, hoch-, starknackig, Il. 10, 305. 11, 509, Beiwort edler Rosse, mit hohem, stolzem Halse.
Greek (Liddell-Scott)
ἐριαύχην: -ενος, ὁ, ἡ, ἔχων ὑψηλόν, καμπύλον τράχηλον, ἐριαύχενες ἵπποι Ἰλ. Κ. 305, ἀλλ᾿ οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.· ἀντίθετον τῷ βυσαύχην. ― Καθ᾿ Ἡσύχ. «ἐριαύχενες· γαῦροι. μεγαλαύχενες. μεγάλοι, ἀπὸ μέρους».
French (Bailly abrégé)
ην, εν ; gén. ενος;
qui porte la tête haute, qui relève la tête.
Étymologie: ἐρι-, αὐχήν.
English (Autenrieth)
ενος: with high-arching neck, epith. of steeds, Il. 11.159, Il. 10.305. (Il.)
English (Slater)
Greek Monolingual
ἐριαύχην, ὁ, ἡ (AM)
1. αυτός που έχει ψηλό αυχένα («ἐριαύχενες ἵπποι»)
2. υπερήφανος, καμαρωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + αυχήν].