ἑρπηστής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />qui rampe ; <i>subst.</i> ὁ [[ἑρπηστής]] reptile.<br />'''Étymologie:''' [[ἕρπω]].
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />qui rampe ; <i>subst.</i> ὁ [[ἑρπηστής]] reptile.<br />'''Étymologie:''' [[ἕρπω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἑρπηστής]]) [[έρπω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] σαρκοφάγων θηλαστικών της οικογένειας τών βιβεριδών, μαγκούστα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[ερπετό]]<br /><b>2.</b> «[[ἑρπηστής]] μῡς» — το [[ποντίκι]]<br /><b>3.</b> νηματόζωο της Μεδίνης<br /><b>4.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που έρπει.
}}
}}

Revision as of 07:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑρπηστής Medium diacritics: ἑρπηστής Low diacritics: ερπηστής Capitals: ΕΡΠΗΣΤΗΣ
Transliteration A: herpēstḗs Transliteration B: herpēstēs Transliteration C: erpistis Beta Code: e(rphsth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,=ἑρπετόν, Nic.Th.9, etc.; of a mouse, AP9.86 (Antiphil.).    b guinea-worm, Hippiatr.58.    2 Adj. creeping, ἑρπηστὴν πόδα, κισσέ, χορεύσας AP11.33 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1034] ὁ, der Kriecher, = ἑρπετόν, kriechendes Thier, Nic. Th. 9. 206. 897; so nennt Antiphil. 22 (IX, 86) die Maus; adj. kriechend, πούς, von Epheu, der sich rankt, Philp. 45 (XI, 33). Vgl. ἑρπυστής.

Greek (Liddell-Scott)

ἑρπηστής: -οῦ, ὁ, = ἑρπετόν, Νικ. Θ. 9, κτλ.· ἐπὶ μυός, Ἀνθ. Π. 9. 86. 3) ἐπιθ., ὁ ἕρπων, ἑρπηστὴν πόδα, κισσέ, χορεύσας αὐτόθι 11. 33.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
qui rampe ; subst.ἑρπηστής reptile.
Étymologie: ἕρπω.

Greek Monolingual

ο (Α ἑρπηστής) έρπω
νεοελλ.
γένος σαρκοφάγων θηλαστικών της οικογένειας τών βιβεριδών, μαγκούστα
αρχ.
1. το ερπετό
2. «ἑρπηστής μῡς» — το ποντίκι
3. νηματόζωο της Μεδίνης
4. ως επίθ. αυτός που έρπει.