έσω: Difference between revisions

From LSJ

οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνεινchase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine

Source
(14)
(No difference)

Revision as of 07:13, 29 September 2017

Greek Monolingual

και διαλεκτ. έσσω (ΑΜ ἔσω, Α και εἴσω)
επίρρ.
1. (με ρήματα που δηλώνουν στάση) μέσα («η πόλις είναι κτισμένη έσω τών τειχών»)
2. (με ρήματα που δηλώνουν κίνηση) προς τα μέσαδεσμώτης ἔσω θακεῑ», Σοφ.)
3. (με το άρθρο έχει θέση επιθ. ή ουσ.)
η εσωτερική όψη, το εσωτερικό ενός πράγματος (α. «τα έσω της πόλεως» β. «παρὰ τοὺς ἐσωτάτους τόπους τοῡ ναοῡ», Τζέτζ.)
νεοελλ.
φρ. «τα έσω μου» — τα σωθικά μου
μσν.
1. ανάμεσα
2. φρ. α) «ἔσω μου»
i. μέσα μου, στο μυαλό μου (σου, του κ.λπ.) («ἐσκόπησεν καλὰ ἔσω στὸν λογισμόν του», Χρον. Μορ.)
ii. στο σπίτι μου (σου, του κ.λπ.)
iii. στην πατρίδα μου (σου, του κ.λπ.)
β) «τὰ ἔσω» — τα ενδοοικογενειακά
γ) «δίνω έσσω» — μπαίνω
3. (για χρόνο) σε διάστημα («εἰς τὴν Ρώμην ἔσωσε ἔσω εἰς ἕναν μήναν», Χρον. Μορ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ες + επιρρ. κατάλ. -ω, πρβλ. άν-ω, έξ-ω].