εὐανάγνωστος: Difference between revisions

From LSJ

τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants

Source
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à lire.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀναγιγνώσκω]].
|btext=ος, ον :<br />facile à lire.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀναγιγνώσκω]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὐανάγνωστος]], -ον)<br />αυτός που [[είναι]] [[καθαρά]] [[γραμμένος]] και [[επομένως]] αναγιγνώσκεται εύκολα, ο [[ευκολοδιάβαστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ευανάγνωστο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[ευκολία]] αναγνώσεως ενός γραπτού κειμένου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευαναγνώστως</i> και <i>ευανάγνωστα</i><br />με ευανάγνωστο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ανα</i>-<i>γνωστος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ανα</i>-[[γιγνώσκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δυσ</i>-<i>ανάγνωστος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐανάγνωστος Medium diacritics: εὐανάγνωστος Low diacritics: ευανάγνωστος Capitals: ΕΥΑΝΑΓΝΩΣΤΟΣ
Transliteration A: euanágnōstos Transliteration B: euanagnōstos Transliteration C: evanagnostos Beta Code: eu)ana/gnwstos

English (LSJ)

ον,

   A easy to read aloud, Arist.Rh.1407b11, Phld. Rh.1.199 S.

German (Pape)

[Seite 1056] leicht zu lesen, Arist. rhet. 3, 5 u. S0.

Greek (Liddell-Scott)

εὐανάγνωστος: -ον, ὡς καὶ νῦν, εὐκολοανάγνωστος, Ἀριστ. Ρητ. 3. 5, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à lire.
Étymologie: εὖ, ἀναγιγνώσκω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐανάγνωστος, -ον)
αυτός που είναι καθαρά γραμμένος και επομένως αναγιγνώσκεται εύκολα, ο ευκολοδιάβαστος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ευανάγνωστο(ν)
η ευκολία αναγνώσεως ενός γραπτού κειμένου.
επίρρ...
ευαναγνώστως και ευανάγνωστα
με ευανάγνωστο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ανα-γνωστος (< ανα-γιγνώσκω), πρβλ. δυσ-ανάγνωστος].