εὐθύγραμμος: Difference between revisions
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(6_18) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐθύγραμμος''': -ον, ὁ κατ’ εὐθεῖαν γραμμήν, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 4, 1, κ. ἀλλ.· τὸ εὐθ. ([[μετὰ]] τῆς λέξεως [[σχῆμα]] ἢ [[ἄνευ]] αὐτῆς), [[σχῆμα]] ἀποτελούμενον ἐξ εὐθειῶν γραμμῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Πρ. 2. 25, 2, Πρβλ. 16. 4, 2, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 12, 1: [[ἐντεῦθεν]] -[[γραμμικός]], ή, όν, ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς τοιοῦτον [[σχῆμα]]· καὶ Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰάμβλ. ἐν Νικομ. 80. 136. | |lstext='''εὐθύγραμμος''': -ον, ὁ κατ’ εὐθεῖαν γραμμήν, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 4, 1, κ. ἀλλ.· τὸ εὐθ. ([[μετὰ]] τῆς λέξεως [[σχῆμα]] ἢ [[ἄνευ]] αὐτῆς), [[σχῆμα]] ἀποτελούμενον ἐξ εὐθειῶν γραμμῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Πρ. 2. 25, 2, Πρβλ. 16. 4, 2, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 12, 1: [[ἐντεῦθεν]] -[[γραμμικός]], ή, όν, ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς τοιοῦτον [[σχῆμα]]· καὶ Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰάμβλ. ἐν Νικομ. 80. 136. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐθύγραμμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται ή κινείται σε [[ευθεία]] [[γραμμή]] («[[εὐθύγραμμος]] [[κίνησις]]» — η [[κίνηση]] που γίνεται σε [[ευθεία]] [[γραμμή]], <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ευθύγραμμο</i> (με ή [[χωρίς]] τη [[λέξη]] [[σχήμα]])<br />[[σχήμα]] που αποτελείται από ευθείες γραμμές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευθυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γραμ</i>-<i>μος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γραμ</i>-<i>μή</i> <span style="color: red;"><</span> <i>γράφ</i>-<i>ω</i>)<br /><b>[[πρβλ]].</b> <i>καμπυλό</i>-<i>γραμμος</i>, <i>παραλληλό</i>-<i>γραμμος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, = foreg., Arist.Cael.286b13, al.; γωνία Oenopides ap. Procl.in Euc.p.333F., cf. Euc.1.44; τὸ εὐ. (with or without σχῆμα)
A rectilinear figure, Arist.APr.69a31, Pr.913b18, Thphr.HP1.12.1.
German (Pape)
[Seite 1070] geradlinig, σχῆμα Arist. coel. 2 Meteor. 10, 2; τὸ εὐθ., geradlinige Figur, Mathem., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθύγραμμος: -ον, ὁ κατ’ εὐθεῖαν γραμμήν, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 4, 1, κ. ἀλλ.· τὸ εὐθ. (μετὰ τῆς λέξεως σχῆμα ἢ ἄνευ αὐτῆς), σχῆμα ἀποτελούμενον ἐξ εὐθειῶν γραμμῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Πρ. 2. 25, 2, Πρβλ. 16. 4, 2, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 12, 1: ἐντεῦθεν -γραμμικός, ή, όν, ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς τοιοῦτον σχῆμα· καὶ Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰάμβλ. ἐν Νικομ. 80. 136.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐθύγραμμος, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται ή κινείται σε ευθεία γραμμή («εὐθύγραμμος κίνησις» — η κίνηση που γίνεται σε ευθεία γραμμή, Αριστοτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το ευθύγραμμο (με ή χωρίς τη λέξη σχήμα)
σχήμα που αποτελείται από ευθείες γραμμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -γραμ-μος (< γραμ-μή < γράφ-ω)
πρβλ. καμπυλό-γραμμος, παραλληλό-γραμμος].