εὐνάσιμος: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />où l’on peut se coucher.<br />'''Étymologie:''' [[εὐνή]].
|btext=ος, ον :<br />où l’on peut se coucher.<br />'''Étymologie:''' [[εὐνή]].
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐνάσιμος]], -ον (Α) [[ευνάζω]]<br /><b>1.</b> ο [[χρήσιμος]] ή [[κατάλληλος]] για [[κατάκλιση]], για να κοιμάται [[κάποιος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ εὐνάσιμα</i><br />άνετα μέρη, [[κατάλληλα]] για ύπνο.
}}
}}

Revision as of 07:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐνάσιμος Medium diacritics: εὐνάσιμος Low diacritics: ευνάσιμος Capitals: ΕΥΝΑΣΙΜΟΣ
Transliteration A: eunásimos Transliteration B: eunasimos Transliteration C: evnasimos Beta Code: eu)na/simos

English (LSJ)

ον,

   A good for sleeping in: εὐνάσιμα, τά, convenient sleeping-places, X.Cyn.8.4.

German (Pape)

[Seite 1082] ον, bequem zum Lager, Xen. Cyn. 8, 4.

Greek (Liddell-Scott)

εὐνάσιμος: -ον, κατάλληλος ὅπως χρησιμεύσῃ ὡς εὐνή· εὐνάσιμα, τά, μέρη κατάλληλα πρὸς ὕπνον, Ξεν. Κυν. 8. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où l’on peut se coucher.
Étymologie: εὐνή.

Greek Monolingual

εὐνάσιμος, -ον (Α) ευνάζω
1. ο χρήσιμος ή κατάλληλος για κατάκλιση, για να κοιμάται κάποιος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὐνάσιμα
άνετα μέρη, κατάλληλα για ύπνο.