εὐρυκόωσα: Difference between revisions

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=[ῠ] ης (ἡ),<br />qu’on entend au loin, sonore, retentissant, <i>ép. de Kêto, déesse de la mer</i>, EUPH. fr. 87.
|btext=[ῠ] ης (ἡ),<br />qu’on entend au loin, sonore, retentissant, <i>ép. de Kêto, déesse de la mer</i>, EUPH. fr. 87.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐρυκόωσα]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> επίθ. της νύκτας [[κατά]] την οποία μπορεί [[κάποιος]] να ακούει σε μακρινή [[απόσταση]] λόγω της ηρεμίας<br /><b>2.</b> επίθ. της θαλάσσιας θεάς Κητούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κοώ</i> «[[ακούω]], [[αντιλαμβάνομαι]]»].
}}
}}

Revision as of 07:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρῠκόωσα Medium diacritics: εὐρυκόωσα Low diacritics: ευρυκόωσα Capitals: ΕΥΡΥΚΟΩΣΑ
Transliteration A: eurykóōsa Transliteration B: eurykoōsa Transliteration C: evrykoosa Beta Code: eu)ruko/wsa

English (LSJ)

(κοάω,

   A = κοέω) epith. of night, variously expld. by Hsch. (-κόωσα perh. = -μέδουσα).    2 of the sea-god dess Ceto, Euph.112.

German (Pape)

[Seite 1095] ἡ, Beiwort der Nacht, VLL., verschieden erkl., πολλὰ κοιλώματα ἔχουσα od. μεγάλη, vielleicht = wo man jeden Laut weit hören kann, κοέω = ἀκούω. Auch Keto heißt so, die weitrauschende Meergöttinn, Euphor. frg. 85.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρυκόωσα: (κοάω = κοέω) ἐπίθετον τῆς νυκτός, καθ’ ἣν ἀκούει τις εἰς μακρὰν ἀπόστασιν ἕνεκα τῆς ἠρεμίας. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐρυκόωσα· εὐρυνόμος. ἢ πολυάστερος νύξ. ἢ μεγάλη. ἢ πολλὰ κοιλώματα ἔχουσα· κόους γὰρ οἱ ἀρχαῖοι τὰ κοιλώματα ἔλεγον». 2)ἐπὶ τῆς θεᾶς Κητοῦς μακρόθεν ἀκουστῆς, «εὐρυκόωσα· ἡ μέγα χάσμα ἔχουσα... ἡ μεγάλη καὶ πλατεῖα· κόον γὰρ λέγουσι τὸ μέγα οἱ Λάκωνες. Εὐφορίων «ὅσους εὐρυκόωσα Τυφάονι κύσσατο Κητὼ» Ἐτυμ. Μ. 396. 28.

French (Bailly abrégé)

[ῠ] ης (ἡ),
qu’on entend au loin, sonore, retentissant, ép. de Kêto, déesse de la mer, EUPH. fr. 87.

Greek Monolingual

εὐρυκόωσα, ἡ (Α)
1. επίθ. της νύκτας κατά την οποία μπορεί κάποιος να ακούει σε μακρινή απόσταση λόγω της ηρεμίας
2. επίθ. της θαλάσσιας θεάς Κητούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + κοώ «ακούω, αντιλαμβάνομαι»].