εὐτεκνία: Difference between revisions
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />bonheur d’avoir de nobles enfants <i>ou</i> beaucoup d’enfants.<br />'''Étymologie:''' [[εὔτεκνος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />bonheur d’avoir de nobles enfants <i>ou</i> beaucoup d’enfants.<br />'''Étymologie:''' [[εὔτεκνος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐτεκνία]], Α και ποιητ. τ. εὐτεκνίη) [[εύτεκνος]]<br />το να έχει [[κάποιος]] [[πολλά]] και καλά [[τέκνα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ευγλωττία]] («τὴν ἐν λόγοις εὐτεκνίαν», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γονιμότητα]]<br /><b>2.</b> <b>επιγρ.</b> [[ευκαρπία]]<br /><b>3.</b> (<b>επιγρ.</b>, ως κύριο όν.) <i>ἡ Εὐτεκνεία</i><br />[[προσωποποίηση]] της ευτεκνίας. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:15, 29 September 2017
English (LSJ)
poet. εὐτεκνίη, ἡ,
A blessing of children, εὐτεκνίας κύρσαι E.Ion 470 (lyr.); εὐτεκνίᾳ δυστυχίαν . . καθελεῖν Id.Supp.66(lyr.), cf. Arist. Rh.1361a1, EN1099b3, Stoic.3.24, IG9(1).979; εὐ. παίδων Epigr. ap. Plu.Fr.22.7; fruitfulness, IG14.1615. II personified, Εὐτεκνεία (sic) Syria6.295 (Philippopolis). [-τεκ- in ll. cc. poet., and Theoc. 18.51.]
Greek (Liddell-Scott)
εὐτεκνία: ἡ, τὸ ἔχειν πολλὰ ἢ καλὰ τέκνα, εὐτεκνίας κῦρσαι Εὐρ. Ἴων 470· εὐτεκνίᾳ δυστυχίαν... καθελεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 66, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 4, Ἠθ. Ν. 1. 8,16· εὐτ. παίδων Ἀνθ. Π. παράρτ. 264· γονιμότης, αὐτόθι 356· πρβλ. εὐπαιδία. ὁ Θεόκρ. ἐν 18. 51 ἔχει τὴν λέξιν μετὰ βραχείας παραληγ., ὡς συμβαίνει καὶ εὶς τὴν λέξιν τέκνον.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bonheur d’avoir de nobles enfants ou beaucoup d’enfants.
Étymologie: εὔτεκνος.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐτεκνία, Α και ποιητ. τ. εὐτεκνίη) εύτεκνος
το να έχει κάποιος πολλά και καλά τέκνα
μσν.
μτφ. ευγλωττία («τὴν ἐν λόγοις εὐτεκνίαν», Ευστ.)
αρχ.
1. γονιμότητα
2. επιγρ. ευκαρπία
3. (επιγρ., ως κύριο όν.) ἡ Εὐτεκνεία
προσωποποίηση της ευτεκνίας.