εὐπαιδία
Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν γίγνου φίλος → Amicus esto fidus in fidum hospitem → Erweise treuen Fremden dich als treuer Freund
English (LSJ)
ἡ, lovely offspring or good offspring, a goodly race of children, A.Fr.350 (pl.); τέρπεται δ' εὐπαιδίᾳ E.Supp.490; εὐπαιδίαν ἔχοντ' blessed in his children, Id.Ion678 (dochm.); ὦ μακάριε τῆς εὐπαιδίας Ar.V.1512; τῆς… ἡμετέρας εὐ. Isoc.11.41, cf. 9.72; τὰ τῆς εὐπαιδίας δίκαια = Lat. jus trium liberorum, POxy.1264.18 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1086] ἡ, der Besitz guter Kinder, Glück an guten Kindern, Aeschyl. bei Plat. Rep. II, 383 b; Eur. Ion 678; Ar. Vesp. 1512; neben πολυπαιδία Isocr. 9, 72, vgl. 11, 41; Sp., wie Luc. D. D. 22, 2.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bonheur d'avoir de beaux ou de bons enfants.
Étymologie: εὔπαις.
Russian (Dvoretsky)
εὐπαιδία: ἡ счастье иметь хороших детей Aesch., ap. Plat.; Eur., Arph., Isocr., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπαιδία: ἡ, καλὴ τέκνων γενεά, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 281· τέρπεται δ’ εὐπαιδίᾳ Εὐρ. Ἱκ. 490· εὐπαιδίαν ἔχοντ’, εὐτυχῆ ἐν τέκνοις, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 678· ὦ μακάριε τῆς εὐπαιδίας Ἀριστοφ. Σφ. 1512· τῆς... ἡμετέρας εὐπ. Ἰσοκρ. 229C. Πρβλ. εὐτεκνία.
Greek Monolingual
εὐπαιδία και σε παπ. εὐπαιδεία, ἡ (Α) εύπαις
1. το να έχει κανείς καλά παιδιά, η ευτεκνία
2. φρ. «εὐπαιδίας ἀγών» — ο αγώνας που τελούσαν στην Αθήνα την τελευταία ημέρα τών Θεσμοφορίων και κατά τον οποίο βραβευόταν η μητέρα που είχε γεννήσει εκείνο τον χρόνο το πιο ωραίο και εύρωστο τέκνο.
Greek Monotonic
εὐπαιδία: ἡ, καλή γενιά απογόνων, σε Ευρ.· εὐπαιδίαν ἔχων, ευλογημένος, πανευτυχής, με καλά παιδιά, στον ίδ.
Middle Liddell
εὐπαιδία, ἡ,
a goodly race of children, Eur.; εὐπαιδίαν ἔχων blessed in his children, Eur. [from εὔπαις