ἐφεύρεμα: Difference between revisions

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
(6_21)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐφεύρεμα''': τό, = ἐφεύρημα, [[ἀνακάλυψις]], [[ἐφεύρεσις]], Βασίλ. ΙΙΙ. 165C, Σχόλ. εἰς Εὐρ.
|lstext='''ἐφεύρεμα''': τό, = ἐφεύρημα, [[ἀνακάλυψις]], [[ἐφεύρεσις]], Βασίλ. ΙΙΙ. 165C, Σχόλ. εἰς Εὐρ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐφεύρεμα]], τὸ (ΑΜ) [[εφευρίσκω]]<br /><b>1.</b> [[εφεύρημα]], [[ανακάλυψη]], [[εφεύρεση]], [[επινόηση]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ἐφευρέματα</i><br /><b>επιγρ.</b> τα τεχνάσματα.
}}
}}

Revision as of 07:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφεύρεμα Medium diacritics: ἐφεύρεμα Low diacritics: εφεύρεμα Capitals: ΕΦΕΥΡΕΜΑ
Transliteration A: epheúrema Transliteration B: epheurema Transliteration C: efeyrema Beta Code: e)feu/rema

English (LSJ)

ατος, τό,

   A discovery, invention, in pl., Sch.E.Hec.627; artifices, tricks, IG22.1119.4 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1116] τό, = ἐφεύρημα, Schol. Eur. Hec. 622.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφεύρεμα: τό, = ἐφεύρημα, ἀνακάλυψις, ἐφεύρεσις, Βασίλ. ΙΙΙ. 165C, Σχόλ. εἰς Εὐρ.

Greek Monolingual

ἐφεύρεμα, τὸ (ΑΜ) εφευρίσκω
1. εφεύρημα, ανακάλυψη, εφεύρεση, επινόηση
2. στον πληθ. τὰ ἐφευρέματα
επιγρ. τα τεχνάσματα.