ἠλέματος: Difference between revisions
(Bailly1_2) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=η, ον :<br />sot, déraisonnable.<br />'''Étymologie:''' [[ἠλεός]], [[μάτην]]. | |btext=η, ον :<br />sot, déraisonnable.<br />'''Étymologie:''' [[ἠλεός]], [[μάτην]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἠλέματος]], δωρ. και αιολ. τ. [[ἀλέματος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[μωρός]], [[ανόητος]], [[μηδαμινός]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ἠλέματα</i><br />[[μάταια]]<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἠλεμάτως</i> (Α)<br /><b>1.</b> με [[οκνηρία]], ευτελώς<br /><b>2.</b> [[μάταια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ηλε</i>- του [[ηλεός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μα</i>-<i>τος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μέ</i>-<i>μον</i>-<i>α</i> «[[σκέπτομαι]] έντονα, [[σκοπεύω]] να», που εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>μον</i>- της ρίζας <i>men</i>-, η συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της οποίας <i>mn</i>- εμφανίζεται σε ρηματικά επίθετα σε -<i>τος</i> όπως <i>αυτό</i>-<i>μα</i>-<i>τος</i>, <i>ηλέ</i>-<i>μα</i>-<i>τος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
English (LSJ)
Dor. and Aeol. ἀλέματος, ον,
A idle, vain, Sapph.Supp. 15.5, Alc.Supp.23.4; ὦ τᾶς ἀλεμάτω ψυχᾶς prob. l. in Theoc.15.4 (ἀδεμ-, ἀδαμ- codd.); of a person, Timo 34.3, cf. 66.4 (cj.); βροντή Sotad.2; χειρὸς ἑκηβολία AP6.75 (Paul. Sil.); φαντασίη ib.11.350 (Agath.). Adv. -τως idly, A.R.4.1206; in vain, Call.Cer.91: so neut. pl. ἠλέματα Opp.H.4.590.
German (Pape)
[Seite 1160] (vgl. ἠλεός u. μάταιος, od. μάτος ist als bloßes Suffixum u. das Wort nicht als zusammengesetzt anzusehen), thöricht, eitel, vergebens, ὦ τᾶς ἀλεμάτω ψυχᾶς (conj. für ἀδαμάτω) Theocr. 15, 4; oft in der Anth., φαντασίη Agath. 76 (XI, 350), χερὸς ἑκηβολία Paul. Sil. 45 (VI, 75); ἠλέματα πτώσσουσι κενὸν φόβον Opp. Hal. 4, 590; βροντή Sotad. bei Ath. XIV, 621 b; ἀκτῖνες, nichtige, falsche, Claudian. 2 (IX, 139). Auch von Personen, Tim. D. L. 4, 42. – Adv. ἠλεμάτως, Ap. Rh. 4, 1206; in dor. Form ἀλεμ., Callim. Cer. 91.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
sot, déraisonnable.
Étymologie: ἠλεός, μάτην.
Greek Monolingual
ἠλέματος, δωρ. και αιολ. τ. ἀλέματος, -ον (Α)
1. μωρός, ανόητος, μηδαμινός
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἠλέματα
μάταια
επίρρ...
ἠλεμάτως (Α)
1. με οκνηρία, ευτελώς
2. μάταια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηλε- του ηλεός + -μα-τος (< μέ-μον-α «σκέπτομαι έντονα, σκοπεύω να», που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα μον- της ρίζας men-, η συνεσταλμένη βαθμίδα της οποίας mn- εμφανίζεται σε ρηματικά επίθετα σε -τος όπως αυτό-μα-τος, ηλέ-μα-τος)].