ἡμίνα: Difference between revisions
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
(Bailly1_2) |
(16) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br />hémine, <i>mesure att. de 6 cyathes pour les liquides</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἥμισυς]]. | |btext=ης (ἡ) :<br />hémine, <i>mesure att. de 6 cyathes pour les liquides</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἥμισυς]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἡμίνα]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> μισή<br /><b>2.</b> ([[μέτρο]] στη [[Σικελία]]) [[μισός]] [[εκτεύς]], [[κοτύλη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἡμίνα]] [[βασιλική]]» — [[ημικοτύλιον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήμισυς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινα</i>, με το -<i>ι</i>- [[προφανώς]] μακρό (<b>[[πρβλ]].</b> [[δωτίνη]] <span style="color: red;"><</span> <i>δως</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,(ἥμισυς)
A half, Leg.Gort.2.49, SIG525.13 (Gortyn, iii B.C.), prob. in Hsch. s.v. ἰνιμίνα. II a Sicil. measure,= κοτύλη, Epich. [290], Sophr.105; ἡ. βασιλική,= ἡμικοτύλιον, Aristid.Or.49(25).32, cf. IG7.2712.66 (Acraeph.). (Hence Lat. hemīna; Italic and properisp. acc. to Theognost.Can.101, but prob. orig. Greek.)
German (Pape)
[Seite 1169] ἡ, die Hälfte des ἑκτεύς, = κοτύλη, VLL.; Epicharm. u. Sophron Ath. XI, 479 b XIV, 648 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίνα: ἡ, (ἥμισυς) Σικελικὸν μέτρον, ἥμισυς ἑκτεύς, καὶ ἑπομένως = κοτύλη, Ἐπίχ. 91b Ahr., Σώφρων 70 Ahr.˙ ἡμίνα βασιλικὴ = ἡμικοτύλη Ἀριστείδ. 1. 316˙ ὡσαύτως εὑρισκόμενον ἔν τινι Βοιωτ. Ἐπιγραφ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 47. Ἡ ποσότης ἀόριστος ἐν τοῖς μνημονευθεῖσι χωρίοις˙ ἀλλ’ ἐν Α. Β. 99 φέρεται ἡμῖνα καὶ παρὰ Πλαύτῳ εἶνε hemῑna, M. Gl. 3. 2, 18, Pers. 1. 129.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
hémine, mesure att. de 6 cyathes pour les liquides.
Étymologie: ἥμισυς.
Greek Monolingual
ἡμίνα, ἡ (Α)
1. μισή
2. (μέτρο στη Σικελία) μισός εκτεύς, κοτύλη
3. φρ. «ἡμίνα βασιλική» — ημικοτύλιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήμισυς + κατάλ. -ινα, με το -ι- προφανώς μακρό (πρβλ. δωτίνη < δως)].