ἡνιοχεία: Difference between revisions
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
(Bailly1_2) |
(16) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />action de tenir les rênes, de conduire un char ; <i>fig.</i> action de diriger.<br />'''Étymologie:''' [[ἡνιοχεύω]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />action de tenir les rênes, de conduire un char ; <i>fig.</i> action de diriger.<br />'''Étymologie:''' [[ἡνιοχεύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ἡνιοχεία]]) [[ηνίοχος]]<br /><b>1.</b> το [[έργο]] του ηνιόχου, το να οδηγεί [[κάποιος]] [[άρμα]] με [[ηνία]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διακυβέρνηση]], [[διαχείριση]], [[χειρισμός]] («ἡ τῆς μηχανῆς αυτῆς [[ἡνιοχεία]] καὶ [[κυβέρνησις]]», <b>Πλούτ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:17, 29 September 2017
English (LSJ)
(-ία v.l. in Pl.Thg.123d), ἡ,
A chariot-driving, Id.Grg. 516e, al.: pl., Id.Lg.795a; ἡ. ἁρμάτων Hdn.1.13.8: generally, conduct, management, τῆς μηχανῆς Plu.2.966f.
German (Pape)
[Seite 1172] ἡ, das Zügelhalten, die Lenkung, Plat. Gorg. 516 e u. öfter, auch im plur., Legg. VII, 795 a, u. Sp., wie Hdn. 6, 7, 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἡνιοχεία: ἡ, τὸ ὁδηγεῖν ἅρμα, τὸ ἔργον τοῦ ἡνιόχου, Πλάτ. Γοργ. 516Ε, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. Νόμ. 795Α· ἡν. ἁρμάτων Ἡρῳδιαν. 1. 13, 17· - καθόλου, κυβέρνησις, διοίκησις, τῆς μηχανῆς Πλούτ. 2. 966F.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de tenir les rênes, de conduire un char ; fig. action de diriger.
Étymologie: ἡνιοχεύω.
Greek Monolingual
η (Α ἡνιοχεία) ηνίοχος
1. το έργο του ηνιόχου, το να οδηγεί κάποιος άρμα με ηνία
2. μτφ. διακυβέρνηση, διαχείριση, χειρισμός («ἡ τῆς μηχανῆς αυτῆς ἡνιοχεία καὶ κυβέρνησις», Πλούτ.).